Monday 13 August 2012

-159

Ώρα 6η πρωινή.
Σύμφωνα με τις οδηγίες των παλιών, εγερτήριο στις 6.
Σόρι Κ-Ρ, αν γίνομαι κουρεοκεντρικός, αλλά ελπίζω να με καταλάβεις.
Στο πόδι ο δικός σου από τις παρά δέκα. Και πέντε όρθιος ο τελευταίος παλιός, που υποτίθεται ήταν η πρώτη μέρα που θα τέντωναν τα πράματα, μετά την ηλίθια προχθεσινή συζήτηση. Φυσικά μιλάμε για κυανά ανδρικά μόρια που λέει και η σειρά τους στη Γκατζολία, ο χρηστάκης.
Μέχρι να τελειώσει η φρουρά τους, ως εξοδούχος, έχω κάνει ένα σκούπισμα και έχω πετάξει τις σκόνες από το φαράσι. Δεν ασχολήθηκα μόνο με το κρεβάτι του κουρέα που είχε πλουμιστά απλωμένο σεντόνι πάνω του, κουνουπιέρα ένα με το πάτωμα και πράματα πάνω (μιας και σύμφωνα με ρητές εντολές του δεν τα πειράζει κανείς). Αυτοί επιστρέφανε κι εγώ έτρεχα να πάω πρώτη μέρα στο γραφείο με τα τοψίκρετ γιατί ο DallaRice, ο αξιωματικός γραφείου, θα ερχόταν σήμερα πρώτη μέρα μετά από άδεια κι εγώ θα αναλάμβανα επίσημα.
Πάω να φύγω κι ακούω τον κουρέα να αρχίζει και καλά ευγενικά "σκουπίσατε;". Ναι, λέω, εγώ, επειδή βιάζομαι, μόνο κάτω από το κρεβάτι σου δεν έκανα, βιάζομαι, πρέπει να πάω πάνω. "Τώρα αυτό το λες σκούπισμα; Έλα να δεις κάτω από το κρεβάτι κι εδώ τη γωνία και έλα ξαναπάρε τη σκούπα και έλα εδώ και στομπούτσομου αν έχεις να φύγεις..." τα υπόλοιπα δεν τα άκουσα γιατί έφευγα. Κάτι μάσαγε σχετικά με το δεν γίνονται έτσι τα πράματα και το παιδί που δεν έχει μείνει ποτέ μόνο του επέμενε να λέει ότι δεν ξέρω από σκούπισμα.
Επειδή η ανθρώπινη άγνοια και οι εκλάμψεις ανοησίας (οι δικές μου πρώτες) κερδίζουν την έντονη προσοχή μου κι επειδή, μην μπορώντας να ξεχάσω τις δικές μου, δεν ξεχνώ και των άλλων, φέρνω κατευθείαν στο νου τις πρώτες μέρες στην εμά που μου αναθέτουν σφουγγάρισμα στο θάλαμο επειδή σκούπισμα είχε προλάβει υποτίθεται ο κουρέας να κάνει (ως κατά τη γνώμη του πιο εύκολο) και έβγαζα από τα κρεβάτια μπάλες σκόνης και εν τέλει και σκούπισα από την αρχή και σφουγγάρισα και όλοι του κάνανε πλάκα ότι δεν ξέρει να σκουπίζει και ότι μας δουλεύει.
Ναι, το θυμήθηκα αυτό και ωστόσο συγκρατήθηκα και έφυγα. Δεν σχολίασα τίποτα γιατί θα ήταν κρίμα. Ένα κλισέ ξέσπασμα για το πώς οι ηλίθιοι είναι ανίκητοι κέρδισε την συμπαράσταση 17 λάηξ στο φέησμπουκ.

Η μέρα στο γραφείο ήταν ήσυχη. Μερικά πέρα δώθε, λίγη ξενάγηση, γνωριμία με τον DallaRice (ωραίο τυπάκι και συνεννοήσιμο).
Κατάφερα να βγω ελεύθερος οπλασκήσεων γιατί το χέρι μου την παρασκευή με πέθανε.
Επίσης νομίζω ότι κατάφερα να πείσω τη διοίκηση του υποχωριού ώστε να προσθέσω τις μέρες που δικαιούμαι ώστε να φύγω με μια νορμάλ για Κύπρο άδεια.

Επίσης! Σήμερον!
Σκοπιά 17η με τον Γλοιωδέστατο. (He said he had a story)
Μια ερώτηση ήταν αρκετή για να πυροδοτήσει έναν μονόλογο που κράτησε σχεδόν ένα δίωρο στη σκοπιά μας.
-Αλήθεια, σε ποια μαγαζιά έχεις παίξει;
"Ααααα, σε διάφορα. Όταν ήμουν 16, 17 χρονών έπαιζα σε μικρές καφετέριες σε ένα νησάκι που κάναμε διακοπές και μετά, τρίτη λυκείου ήθελα να περάσω πληροφορική, αλλά δεν έδινα πολλή σημασίαλ. Πέρασα τελικά στην καβάλα, πήγα γράφτηκα αλλά δεν ασχολήθηκα καθόλου. Δούλευα σε ένα νετ καφέ που είχε τρεις αίθουσες και συνέχεια μίξαρα εκεί μουσική την ίδια στιγμή. Έτσι πήγαινε η μουσική εκεί. Μια μέρα, απόγευμα δεν είχε κόσμο και σκάει μύτη ένας τύπος, κάθεται στη μια αίθουσα, εγώ τις τσέκαρα όλες με κάμερες και είχα επίβλεψη και του ανοίγω το ερκοντίσιον για να 'ναι άνετα και ο τύπος ήταν σε φάση ανοιξες το ερκοντίσιον για μένα; ε, μα ούτως ή άλλως θα το άνοιγα, θα έρθει κόσμος κι αυτός είχε χαρεί και πολύ του άρεσε η μουσική που έπαιζα και με ρωτάει τι είναι και του είπα ότι εγώ μιξάρω εκείνη τη στιγμή και αυτός με κάλεσε να πάρω τα σιντί μου και να παώ να παίξω σε ένα πάρτι στο μετς, στο μπαμπάγιο. Ε, λοιπόν αυτός ο τύπος ήταν ο Τάκης φωτίου από τον ατλαντίς."
Είχε κρατήσει το όνομα για το τέλος, μάλλον για εντυπωσιασμό, αλλά εγώ δεν τον ήξερα και μάλλον απογοητεύτηκε. Ή μάλλον όχι τόσο γιατί συνέχισε.
"Ε, πήγα κι εκεί είχε πολύ κόσμο και γνωστούς και τέτοια και ήταν εκεί και, μάντεψε, ο Αναστάσης Παππάς από το Τζερόνιμο Γκρούβι, τον ξέρεις αυτόν;"
Πάλι όχι είπα αλλά ένιωσα υποχρεωμένος να του πω ότι έστω ήξερα τον Γκρούβι, αλλά δικαιολογήθηκα ότι μεγάλωσα σε χωριό και δεν είχαμε κάποιο ιδιαίτερο γκρούβ εκεί για να μην νιώσει άσχημα.
"Έπαιξα μια, δυο φορές εκεί και τελικά με κρατήσανε για σεζόν και λέω μαλάκα γαμάω, έχω άστρο τελικά. Μετά παίζω στο μπαρούζ στο γκάζι, καλλιτέχνες φουλ από εξωτερικό εκεί, φουλ συνεργασίες, καλεσμένοι, έπαιζα με το όνομα ντιτζέη πικέη χαχαχαχα που το κανα γκραφιτι απο μικρος στους τοιχους, που εκανα γκραφιτι και τετοια. Όλα σου λέω μετά, ίμπιζες, μαλακίες, ερχόταν κόσμος, ντιτζέη απ' έξω κι εγώ ακουγα, παρατηρούσα, έμαθα τα μυστικά, τα κόλπα από τους καλύτερους. Ε, μετά πήρα δυο σταεντλερ πικάπ και το κουλ έντιτ προ και άρχισα να μιξάρω και να παίζω και με βινύλια, πήρα ηχεία, μετά συνθ, μετά το κιουμπέηζ, κι έκανα στούντιο και έκοβα λούπες. Με την Καβάλα δεν ασχολήθηκα, αλλά τη μουσική την πίστεψα, Μετά ασχολήθηκα και έμαθα τα πάντα από νότες, μαλακίες, συγχορδίες, μελωδίες, τα πάντα. 'Αρχισα να παίζω σε ένα ιντερνετικό σταθμό, μάνγκο ρέηντιο το λένε, φουλ προβολή εκεί και βίντεο και ήχος. Μετά παίζω στο Λαρουζ, στου ψυρρή, έκανα συνεργασίες με νίβο, ισορροπιστή, τέτοια. Κλείνει όμως μετά το μαγαζί. Γαμώ... σκέφτομαι μέχρι να πάω πίσω στο μπαμπαγιο και τελικά με προτείνουν να πάω στο βέγκα στου ψυρρή. Αλλά πάω και σου λέω δεν μου βγαίνει καθόλου"
Πλάκα μου κάνεις, λέω. Δεν πίστευα ότι θα έλεγε κάτι κακό. Με επιβεβαίωσε γρήγορα με τη συνέχεια του σαξές στόρι.
"Δεν μου 'βγαινε καθόλου, σου λέω κακές κριτικές και να μην ξέρουμε τι φταίει. Τελικά μου φέρνουν άλλον ένα να παίζουμε μαζί, μια ο ένας μια ο άλλος, ξενερώνω στην αρχή, αλλά ο τύπος ήταν γαμάτος, έπαιζε καλά και είχε τρελή αφασία, παίζαμε σιντί το σιντί σου λέω. Μου φτιαχνε το κέφι. Ε, ήρθαν οι καλές κριτικές άκουγα το όνομά μου στο ραδιόφωνο σε διαφημίσεις, κωλοχτυπιόμουν σου λέω. Ιβέντς εκεί, κακό. Λιλ Τζον, Γερμανού, Μουρατίδης, όλο τον ντιτζέηινγκ κόσμο της πενηκονταετίας γνώρισα. Κλείνει μετά το βέγκα.Κάθεται κάποια στιγμή ιβέντ στο ντάμπλιγιου κάθε τετάρτη απ'το σταθμό. Κούραση. Από κει στο βίλα μερσέντες που κάνω συνεργασίες με τον γκύφτεντ. Τον ξέρεις; (Όχι) Μπασκετμπολίστας, ήρθε στην ελλάδα, έσπασε το συμβόλαιο, πήρε μικρόφωνο και άρχισε τα γιο. Έβγαλε λεφτά, έκανε σόου. Συνεργάστηκα μ αυτόν. Πάω μετά στο ρεμέτζο στου ψυρρή. Τελειώνω εκεί σεζό και πάω στο καλοκαιρινό που ήταν πού;;... Στη Μύκονο...  Ε, οπότε πήγα κι εκεί. Άστα σου λέω, λεφτά, νύχτα, μεγάλη ζωή, ναρκωτικά, κόκες, τα πάντα, τα ζησα όλα, δεν άφησα κάτι, άπειρες γνωριμίες, τι να σου λέω, ο λάτσης έπινε ποτάκι εκεί γύρω. Κάπου εκεί καβατζώθηκα επίσημα, όποια πόρτα και να χτυπήσω θα βρω δουλειά. Η μόνη μαλακία ρε φίλε με τόσες γνωριμίες ήταν ότι δεν πρόλαβα να κόψω την Κύπρο, εχεχεχεχεχεχε. Τεσπα, εκεί συνεργάστηκα με βέγκας και τέτοια. Πολλούς μάνατζερς. Φουλ νύχτα. Από εξωτερικό κόσμος, τέτοια. Στην Αθήνα μετά, στο χειμερινό δεν τράβηκε. Το πάνε στο Καλούα, το πήγαν στη Συγγρού, το κάνανε στέητζ για επώνυμους, μποφίλιου και τέτοια, φουλ, δεν έπιασε. Μετά το πήρε ένας τυπάς και το 'κανε σκυλάδικο. Κονσομασιόν, τέτοια. Μετά δούλεψα σε σχετικά μικρά μαγαζάκια. Μετά δούλεψα στο σίσα στον πειραιά. Πέφτω, σπάω το ποδάρι μου, με μηχανάκι. Δυο μήνες παρά πέντε μέρες εκτός από μαγαζιά. Μετά την ανάρρωση πάω Κύθνο να παίξω σε ένα γάμο. Τους λέω, εγώ γύφτικα, λαϊκά παραδοσικά δεν τα ξέρω, δεν μπορώ να τα παίξω, μου λένε δεν πειράζει θα έχουμε μπάντα, έλα, κουλτούρα θα παίξεις άντε κανα χατζηγιάννη, 4 κατοστάρικα και διαμονή, λέω πάω. Έτσι γνώρισα την κοπέλα μου. Μπαίνω σε ένα μαγαζί που πίναν καφέ κάτι φίλοι μου μια μέρα πριν φύγω και λέω ποια θέλει να έρθει μαζί μου ένα τριήμερο στην κύθνο; Εγώ, πετάγεται η δικιά μου. Δεν την ήξερα τότε. Ωραία λέω, τάδε ώρα αύριο φεύγουμε. Το βράδυ βγαίνω, γίνομαι λιώμα, πάω σε ένα αφτερ στο σύνταγμα και την πετυχαίνω κι αυτήν εκεί, επίσης λιώμα και λέω θα ξυπνήσεις αύριο; ναι μου λέει. Την επόμενη μέρα το πρωί, εγώ ξυπνάω, την παίρνω τηλέφωνο, δεν το σηκώνει, ετοιμάζομαι να πάω προς ραφήνα, τότε με παίρνει αυτή και της λέω τι γινεται; μου λέει δεν θα πάμε; οκ, έρχομαι να σε πάρω, της είπα και δεν ήξερα καν που μένει, κάπου στην ηλιούπολη μου είπε. Το προλάβαμε τελικά, πήγαμε κύθνο, φτάνουμε εκεί και περιμέναμε να 'ρθουμε να μας πάρουν από τη χώρα γιατί εκεί που θα μέναμε ήταν μακριά από το λιμάνι. Έρχεται τελικά ένα ταξί που το στείλανε αλλά είχε τρία άτομα μέσα και μια θέση κενή άρα έκατσε αναγκαστικά στα πόδια μου. Ε, πήγαμε στο ξενοδοχείο, βολευτήκαμε, άνοιξα εγω το λαπτοπ για μουσική, μπήκα να κάνω μπάνιο, βγήκα, δεν ήταν εκεί, την παίρνω τηλέφωνο το σηκώνει αμέσως, ανεβαινει αμέσως, είχε πάει για ψώνια αλλά ήταν κάπου εκεί κοντά. Πάμε το βράδυ στο γάμο, αρχίζω εγώ να παίζω για τρία τέταρτα, σταματάω μετά για να παίξει η μπάντα τα βλάχικα και τσιμπάω ένα κρασάκι και πάμε με την κοπελιά βόλτα. Βόλτα στην παραλία, κρασάκι, κουβεντούλα, κάνει ψυχρούλα, της δίνω το φούτερ, ξέρεις εγώ ιππότης και τέτοια, ε, δίνουμε ένα φιλάκι και καταλαβαίνεις, δεν προχωρήσαμε, γυρίσαμε χεράκι χεράκι στο γάμο, συνέχισα το πρόγραμμα και μετά φύγαμε, πήγαμε σε ένα κλαμπάκι που έπαιζε ντιτζέη ένας φίλος, γίναμε κώλος από τα ποτά και μετά γυρίσαμε στο ξενοδοχείο και καταλαβαίνεις τι έγινε το βράδυ..
Το πρωί, τα γνωστά, καφέ, μπύρα, φαγάκι και πίσω στο ξενοδοχείο, έξοδος, ποτάκι και το βράδυ τα ίδια στο ξενοδοχείο και την άλλη μέρα γυρίσαμε και από τότε είμαστε μαζί και μου το λέγανε οι φίλοι μου από εκείνη την παρέα, το είχαν σίγουρο εγώ δεν είχα πάει με τέτοιο σκοπό, ε, έτσι έγινε"



Το καλύτερο όμως μου το κράταγε νομίζω για το τέλος. Περιμένουμε την τελευταία αλλαγή και αρχίζει να τραγουδάει κάτι ακατάληπτα. Του ζητάω να το επαναλάβει και μου εξηγεί ότι τραγουδάει το επαντρεύανε ένα γέρο, ένα με παραδοσιακές αθυροστομίες (πουδενείναιναεπαναλάβω :P). Όταν τον ρωτάω τι είναι, μου λέει για εκείνο το δίσκο που έχει βγάλει με κάτι τέτοιες μαλακίες εκείνη η αδερφή της Άντζυ Σαμίου, η Δόμνα Σαμίου.

Το πρωί, ενώ περιμένουμε για τη φρουρά, κάποιος παρατηρεί ότι
Σκεφτείτε ρε μαλάκες. Αν οι Θάντερκατς γυριζόταν σε ταινία, δεν θα 'πρεπε να παίξει τον Πάνθρο ο Μητροπάνος;

{Om}

0 σχόλια:

Post a Comment