Friday 4 November 2011

Χωρίς ήχο

Θέλει να γράψει για τη χτεσινή βραδιά που δούλευε πάλι σαν να ήταν η τελευταία του νύχτα. Θέλει να γράψει ότι νιώθει γερασμένος και ότι γνώρισε δυο παιδιά από την απέναντι δυτικά ήπειρο που τον τελευταίο καιρό γυρίζουν ττην Ευρώπη. Τα 5 και 7 χρόνια που τους ρίχνει αντίστοιχα τον κάνουν να νιώθει ακόμα πιο γερασμένος. Κουρασμένος. Βλέπει δυο σώματα και δυο πρόσωπα ήδη γεμάτα ιστορίες, άρα ομορφιά.  Βλέπουν τη διαφορά ηλικίας τους τα πρώτα λεπτά για εμπειρία, αλλά αυτός το μόνο που βλέπει στα πρόσωπά τους είναι όλες αυτές οι ευκαιρίες που δεν άρπαξε ποτέ, όλα αυτά που δεν έκανε, όλα τα όνειρα που δεν κυνήγησε, όλα τα μέρη που δεν πήγε, όλα αυτά που δεν έκανε. "Όταν ονειρεύεται ότι δεν θέλει να γράψει, δεν έχει τη δύναμη να ονειρευτεί ότι θέλει να γράψει. Κι όταν ονειρεύεται ότι θέλει να γράψει, δεν έχει τη δύναμη να ονειρευτεί ότι δεν θέλει να γράψει." Θα ήθελε να πει μερικά ακόμη, αλλά η πραγματικότητα τον τραβάει βίαια από την ανάμνηση της νύχτας και την γαλήνη των ξεκούραστων προσώπων τους. Ξεκούραστα από αυτή τη σιχαμερή, αισχρή πραγματικότητα. Δεν έχει χρόνο για αυτά–