Sunday 26 August 2012

-172


Κυριακή μέσα. Σήμερα που μπορώ να κοιμηθώ αν θέλω και ως λίγο πριν τις 9, πετάγομαι 7 παρά. Περίεργα πράματα.
Κυκλοφορώ χωρίς νόημα. Τριβελίζει το νου μου το One more night των Maroon 5 και το παίζω στην κιθάρα και το τραγουδάω με ενθουσιασμό. Ο Γλοιωδέστατος ΛούΥ (εξτρίμλι κουλ ΛούΥ) που είναι και Ντιτζέη όπως ξέρουμε, ακούει και ένα «Έμινεμ» όπως φεύγει από εκεί που παίζω και όντως το πήγαινα προς τα εκεί, προς εκείνο το κομμάτι του Έμινεμ απ’το 8mile που ταιριάζει γάντι πάνω.

Τριγυρνώ στις ίλες. Κόσμος κλωτσάει μπάλες, κόσμος ασχολείται με αηδίες, κόσμος ασχολείται με κόσμο. Κόσμος δεν ασχολείται με τίποτα.
Το περιβάλλον γύρω μου κάνει fade out. Παρατηρώ σχεδόν σαν να λείπω ήδη. Πηγαίνω ο ίδιος στην άκρη του ματιού μου, χάνομαι στον ορίζοντα του οπτικού μου πεδίου, μπλέκομαι με τα χρώματα. Μόλις ξύπνησα. Μόλις ήπια καφέ. Χάνομαι μαζί με τα χρώματα.
Όχι. Άλλο. Ομοιόμορφα. Πράσινο. Κάρβουνο.
Νιώθω κουρασμένος. Χρειάζομαι άδεια και ταυτόχρονα φοβάμαι μην βγω και θέλω να επιστρέψω επιθυμώντας το μέσα του ιδρύματος.
Τι διδάσκει η αλλεπάλληλη αλληλομετατόπιση ευθυνών;

----------------------------------------------------------------

Στα μαγειρεία κόβουν τις πατάτες - αλλά για καλό και για κακό, το παραγγελιόχαρτο δεν είναι μακριά.

Πίσω απ'το δημαρχείο συχνάζει ένα τρομαγμένο σκυλί. Φυσικά τρομαγμένο, αφού οι γάτες με τα μεγάλα τους πόδια (εδώ κάτω) και τις περίεργες διαθέσεις τους είναι τρομακτικές.

Σαν να μ' έχει πηδήξει ο θεός είμαι, μαλάκα.. Πράου! (Έχω γράψει στη Βόρεια Πύλη ένα Πράου τεράστιο!)


Η γέννηση του Καψημιτζή - revisited για λόγους ανάπτυξης - δες παρακάτω.
  Κάθομαι να κάνω το θαλαμοφύλακα και διαβάζω μια ιστορία του 'ρονένκο. Μπαίνει μέσα ο καψημιτζής που πλέον έχει χώσει για πωλητή ένα 18χρονο που τον είχαν για επόπτη και πλέον προήχθη ο ίδιος σε επόπτη. Είναι και δεκανέας και οχτάμηνος ο άτιμος.
Είναι ένα από τα λίγα φρικαρισμένα τυπάκια που με κάνουν να φαίνομαι ήρεμος μπροστά τους.
Υπάρχει κόσμος που θυμάται ιστορίες από τον πρώτο καιρό που είχε έρθει στο χωριό που είχε χάσει τα γυαλιά του πίσω απ'το λουκάνικό του (σόρι, "σάκο ιματισμού του") και είχε κάνει ολόκληρη φασαρία, αγχωμένος ότι τον καψονάρανε και του τα κλέψανε. Όταν είχε βάλει τον αργυρό ανάπηρο να κάνει τον καψημιτζή [που πρέπει να 'ταν ο μόνος καψιμητζής στην ιστορία του στρατού που έκλεβε το καψημί και τον εαυτό του ταυτόχρονα δίνοντας παραπάνω ρέστα] τον προηγούμενο μήνα για να πάρει άδεια, έκανε μερικές υπηρεσίες για λίγες μέρες και όταν τον ενημερώσανε στη διάρκεια μιας υπηρεσίας θαλαμοφύλακα για το σκηνικό με τις εξαήμερες άδειες λόγω εμπλοκής, παράτησε οπλοβαστούς, κλειδιά και όπλα με πρόφαση ψυχολογικά προβλήματα, έπαθε ολόκληρο σοκ, παράτησε την εξάρτησή του στην καρέκλα και περίμενε (η εξάρτηση) εμένα μέχρι να κατέβω από τον όρχο, απ' όπου με φωνάξανε για να τον αντικαταστήσω. Κλάμματα, κακό, γιατρούς, έτρεξε στα ιατρεία και μετά φυσικά στον πολυαγαπημένο τους υπόδικα [μην ξεχάσουμε την  ατάκα του κουρέα μόλις τους είχε φύγει ο υπόδικας που τον παίρνει τηλέφωνο και του λέει "κύριε Λάμπρο μου, θα σας μαλώσω, πού μας αφήσατε μ' αυτόν τον άνθρωπο; δεν μας λυπάστε;"] για να καταφέρει να προεκτείνει την άδειά του και να μην ξεπέσει στα όρια άδειας της υπόλοιπης υπομονάδας. Έφαγε μια 5άρα για παράβαση ιεραρχίας, αλλά την άδεια που ήθελε την πήρε. Έτσι πάνε αυτά.
Για να μην πούμε για το ότι κάθε βράδυ που κλείνει το καψημί κάθεται και μιλάει κανά τρίωρο στο κινητό, με τη μάνα του κυρίως μαθαίνουμε τον τελευταίο καιρό. Μερικές φορές κάθεται και μιλάει με τους αύδμ. Ο γκριζομάλλης με τα πράντα μετά από μαραθώνιο μεταμεσονύχτιο τσατ, τον πρότεινε στο βιβλίο του αύδμ για τιμητική άδεια για υπερβάλλοντα ζήλο και τέτοια. Πολύ μπροστά. "Επιτέλους κάποιος εκτιμάει τη θυσία μου" ήταν η ατάκα του.
Ε λοιπόν - κάθομαι κάνω το θαλαμοφύλακα και μπαίνει μέσα ο Επόπτης. Και μου λέει
"Παλικάρι μου; Κάνε μου τη χάρη και στείλε μου μετά την αναφορά ένα άτομο για καθαριότητες καψημί. (γυρίζει και στον απέναντι θαλαμοφύλακα) Κι εσείς ένα, ναι;"
Ατάραχος του απαντάω "Κάθε βράδυ δεν στέλνουμε ένα;"
"Ναι, δεν θέλω να παίρνω τηλέφωνο να τα ψάχνω και να πλακωνόμαστε μωρέ τώρα."\
Τον αγνόησα και γύρισα στο βιβλίο μου. Άλλωστε τον τελευταίο καιρό, οι φρίκες του πολλαπλασιάζονται. Αγριοκοιτάει ανθρώπους, απαντάει απότομα σε ανθρώπους παρόλο που μας το 'παιζε παλιότερα ΚΑΙ πολιτισμένος. Προφανώς μας είχε ξεγελάσει. Τώρα, κάθε φορά που πάει να σου δώσει κάτι νομίζεις ότι σου κάνει χάρη και δεν ξέρεις όταν στρίβει να πάει στα ψυγεία πίσω αν σου δίνει το νερό ΑΦΟΥ αφού το 'χει καρφώσει με καμιά σύριγγα με έηντζ ξέρω 'γω ή κάτι χειρότερο. Και πού να τον δεις με τι ευτυχία και ανακούφιση σου λέει ότι δεν έχει νερά.
Γαμώ το σπίτι τους λέω εγώ. Έχει δίκιο όποιος είπε ότι τουλαχιστον στον Αυλώνα μας έβαζαν και μια κανάτα νερό στο τραπέζι, έστω για τα μάτια, για το "σας ταϊζουμε-σας ποτίζουμε". Εδώ, που είναι και νησί και Κύπρος μας δίνουν φαγητό αλλά περιμένουν να αγοράσουμε νερό. Και είμαστε και στους καύσωνες και σε μέρος που δεν πίνεται η μαλακία. Σιχτήρ λέω.

0 σχόλια:

Post a Comment