Monday 11 June 2012

-96

Γιούχου, ανέβηκα σε άρμα. Τουλάχιστον είχα κάτι να κάνω. Έστω για καθαρισμούς και κουβαλήματα. Επιεικώς γαμάτο, μην πω εντυπωσιακό. Κάθε πραγματάκι σε λέρωνε περισσότερο απ' ό,τι περίμενες. Μικρά στοιχήματα "τι θα μου αφήσει αυτό; λάδι; γράσσο; σκόνη; σκατά;"
Μια ξανθιά γάτα τριγύρναγε ανέμελη, ανενόχλητη από θορύβους ή το μικρό βασιλικό κολάρο στο λαιμό της - περπάταγε λες και της άνηκε ο τόπος. Είμαι σίγουρος ότι πριν κάτι μέρες που τρέχαμε σαν πανικόβλητοι (γιατί χτύπαγε η μπουρού) ότι αυτή περπάταγε κυρία ανάμεσα σε αλλοπαρμένους φαντάρους στο ρυθμό της. Και θα 'κλασε και στο γέλιο όταν ένα στάγιερ έκανε χαλκομανία το ένα από τα εφτά κουτάβια που τριγύρναγε στο χωριό μας.
Είχε κι ένα μηχάνημα που πέταγε αέρα και κουβάλησα και κάτι εργαλεία. Άγιο Τυφί.

Σήμερα έμαθα την ύπαρξη ενός τύπου που λέγεται Παντελής Παντελίδης
Ενθουσιάστηκα.



Σουβλατζίτικα παντού

Υπηρεσία Εστιάτορα, μετά από δυο σκοπιές κι ένα Θ. Πςςςςς Λατζα αλλά σκιά φίλε μου...

Νέος npc που αγαπάς να μισείς = Μπάσσο

Να δεις ένα βιντεάκι με ένα ρώσικο γάμο, τρελό ξύλο, πολύ γουστάρω, δέρνει τη νύφη πρώτα, πλακώνονται οι άντρες, πολύ ξύλο πάνω στις ασφάλειες και στους καναπέδες, έτσι θα το βρεις, poli ksilo pano s asfaleies καθονται δυο και πλακώνονται και φευγει απ'τον καναπέ και πέφτει στις σκάλες και φεύγουν και καρέκλες, ΑΑΑΑΑΑ το χω δει, έχει και κλωτσιές, η νύφη ξαναμπαίνει στο ξύλο, είναι ΒΙΝΤΕΑΡΑ, τρώει μετά πατητήρι στις σκάλες - όλα ξεκινάνε από τη νύφη.

Λίγο μετά, ο νέος μάγειρας μιλάει βαριεστημένα με τη μάνα του στο τηλέφωνο, με μάτια πολύ βαριά, λες και θέλει κόπο για να κρατηθούν ανοιχτά, Ναι μαμά, μπορεί να αυτοκτονήσω επειδή δεν μου πέτυχε η μπεσαμέλ, αν έχω παχύνει; βγάζει το ακουστικό "Έχω παχύνει;" με ρωτάει Τσου του λέω Όχι, μαμά.

Basso: Μωρέ καλά έκανε και τα 'φαγε τα σφαλιαρίδια της η Κανέλλη.
Παιδιά, ποιός θα κάνει, λάντζα; (Ο Μπάσος κάπου κρύβεται και προσποιείται ότι κάνει δουλειά)

Ταυτόχρονα, ο ένας λελεμάγειρας αρχίζει να σκιτσάρει και αγνοεί την ύπαρξή του - πιο βαρύς αυτός, αν και απαγοητευμένος φιλότιμος.

Ενώ ακούει από το εξπίρια μια λίστα μιξ ανάμεσα σε κρητικά, ρέγγε και καψουροτράγουδα.
Στο ίδιο αυτό τετραδιάκι, ο ένας υπεύθυνος των μαγειρείων έχει ζωγραφίσει το παρακάτω.

Ξέρω, κι εγώ τρόμαξα.

Cookης : Τι μαγική εφεύρεση... παγάκι!
Εσύ μπαίνεις απρόσκλητο
μες στους χυμούς μου
και τους δροσίζεις σαν αεράκι μες στον κάμπο
και κάτι άλλο φαντάζομαι δροσερό

Basso: (Τον ψάχνω για γόπινγκ που έμεινα να κάνω μόνος μπρος στα μαγειρεία και τον βρίσκω καβατζωμένο να λασπώνει ένα φοινικοειδές δέντρο από την άλλη πλευρά. Ανοίγω την πόρτα και τον βλέπω να χαζεύει το νερό που κάνει αυλάκι και να λέει) Δες! Ουράνιο τόξο.

(Λίγο αργότερα... Στον χώρο που συστεγάζονται τα υποχωριουδάκια 1 και 2, ο Flying Fisherman ως Θ. αναρωτιέται με την ιδιαίτερη φωνή που πάντα κρατάει τα φωνήεντα περισσότερους χρόνους στο τέλος, μπάσος και βραχνός, ψινάκης -τύπου φωνή.) Τώρα εδώ τι να γράψω; Φρουρά Κωλ; Ύφος και φωνή και τόνος αθώας απορίας που δεν θέλω να ξεχάσω με τίποτα, μαζί με το τρανταχτό γέλιο που μου προκάλεσε το ανόητο λογοπαίγνιο της φρ. του κώλου. Μπα σε καλό μας. Χαλάρωσα.

0 σχόλια:

Post a Comment