Saturday 16 July 2011

Παραλλαγή σε ένα θέμα

Αντί εισαγωγής: Ακολουθεί ελεύθερη παραλλαγή στην προηγούμενη ανάρτηση με τίτλο Για ένα πουκάμισο. Αν και δεν είναι απαραίτητη η ανάγνωσή της, περιέχει κάποια μοτίβα που υπάρχουν και στο παρόν.



Μια πόρτα κλείνει με δύναμη και μια αντρική φωνή κραυγάζει οργισμένη λόγια ακατανόητα και ο Λ.. εμβρόντητος μένει στον καναπέ με καρφωμένα τα χέρια στο στρίψιμο του τσιγάρου του. Κοιτάει πάνω με μισό βλέμμα τον Χ. να χάνεται στο εσωτερικό του σπιτιού που βρίσκονται. Πάλι για αυτόν συζητούσαν. Δεν καταλαβαίνει. Μια αράχνη στη γωνία στο ταβάνι παρακολουθεί χωρίς να την έχουν καταλάβει. Ούτε αυτή καταλαβαίνει, αλλά έχει δουλειές να κάνει και φεύγει. Για μια στιγμή λυπάται και τους δυο αλλά τους αφήνει στην ησυχία τους να προλάβει να υφάνει το καλοκαιρινό της παλάτι.
Ο Χ. αφού χτυπάει την πόρτα πέρνει φόρα και πηδάει από το μπαλκόνι κι αρχίζει να τρέχει σε διάδρομο γοτθικό, που σημαίνει υγρό-σκοτεινό, με πόρτες πολλές, σε μια στιγμή λαχανιάζει αγκαλιάζει με τις παλάμες του τα γόνατα και κοιτάει μέσα από μια πόρτα δεξιά του, μέσα έχει μια μικρή ξανθιά κοπελίτσα γύρω στα 12 που παίζει με τις κούκλες της που είναι όλα μικρά πορσελάνινα αγοράκια στο πάτωμα και τα βάζει σε διάφορες πόζες και στάσεις. Θέλει να πάει να τη σηκώσει από το σβέρκο σαν γατί, να της πει στο αυτί όλα όσα πρέπει να της πει, να τη φιλήσει στο λαιμό, αλλά η μικρή με τα κόκκινα γοβάκια δεν δίνει σημασία στον λαχανιασμένο άντρα της πόρτας, μόνο κρατάει στα χέρια της από το λαιμό ένα από αυτά τα αγοράκια και του φωνάζει Θα σε σφίξω στην αγκαλιά μου γιατί σε αγαπώ πολύ-πολύ και ο Χ. φοβάται γιατί η κούκλα ίσως του μοιάζει στο πρόσωπο και φοβάται μη σπάσει.
Τρέχει ξανά και βλέπει πόρτες σφαλιστές, και όσες είναι ανοιχτές είναι δωμάτια με αράχνες, νυχτερίδες βατράχια και σωρούς από σκατά. Έναν ζωδιακό κύκλο να γυρίζει στο ταβάνι και να ακολουθεί την πορεία του και να του φωτίζει το δρόμο κάθε που σταματάει να πάρει μια ανάσα και να δει. Πολλές πόρτες κλειστές και σκέφτεται Θα φτάσω γρήγορα στο τέρμα. Ίσως αν κλείσω μια-μια τις πόρτες που βλέπω ανοιχτές χωρίς να ασχοληθώ με ό,τι έχει μέσα να φτάσω πιο γρήγορα. Λέει και κλείνει την πρώτη ανοιχτή που βρίσκει και αμέσως το δεξί του χέρι μουδιάζει και νεκρώνει. Αδιαφορεί και συνεχίζει να τρέχει. Στην επόμενη ανοιχτή πόρτα, αριστερά νομίζω ήταν, πριν προλάβει να την κλείσει βλέπει μέσα έναν που αναγνωρίζει ως τον Κ. που ήξερε από το σχολείο, να φοράει ένα λευκό πουκάμισο που του λείπει ένα κουμπί και να σταματάει το κούμπωμα. Ο Κ. τον καταλαβαίνει και γυρίζει να τον χαιρετήσει αλλά ο Χ. βλέπει τα αυτιά του Κ. να είναι σαπισμένα και να πέφτουν όπως γυρνάει, το στόμα του ραμμένο, τις κόγχες των ματιών βουλωμένες και τα ρουθούνια του κλειστά. Κλείνει την πόρτα γρήγορα τρομαγμένος και συνεχίζει να τρέχει με σκοπό να μη σταματήσει ούτε για ξεκούραση. Στην επόμενη πόρτα που κλείνει χωρίς να κοιτάξει χάνει το ένα του πόδι και συνεχίζει κουτσός και με τα χέρια στους τοίχους μα δεν αντέχει πολλά μέτρα και αρχίζει και σέρνεται, αλλά κλείνει δυο πόρτες ακόμα. 
Χωρίς πόδια, με μισομουδιασμένο ένα χέρι, ένα μάτι, χωρίς μαλλιά και τίποτα χρήσιμο ή περιττό πάνω του, φτάνει σε μια πόρτα ακόμα, πάλι αριστερά, αλλά πουθενά δεν μπορεί να δει το τέλος του διαδρόμου. Με ξαπλωμένο πλάγια το κεφάλι βλέπει μέσα από την πόρτα να ξεκινάει μια μικρή κατηφόρα, την κατεβαίνει και βλέπει θολά μα -παρά το ένα του μάτι- οχταπλά μια εικόνα ενός ημιφωτισμένου δωματίου μπροστά του. Το ένα του αυτί χωρίς πτερύγιο δεν τον βοηθούσε να καταλάβει από που ή από πόσα άτομα έρχονταν ακριβώς οι φωνές, αλλά κάθε που άκουγε για ντροπή έσκαγε στα γέλιο, κάθε που άκουγε για αδυναμία επέστρεφε ένα χαμένο μέλος του και κάθε που άκουγε για φόβο έπαιρνε θάρρος. Τώρα έβλεπε καλύτερα και έβλεπε δυο άτομα σε έναν καναπέ, να σηκώνεται ο ένας που έμοιαζε με τον φίλο του, τον Λ. να λέει Καληνύχτατα λεμεαύριο, και να βγαίνει από το δωμάτιο, ενώ ο άλλος, που έμοιαζε με τον ίδιο, να κάνει ένα τσιγάρο και με μουδιασμένο κεφάλι να χάνει τις αισθήσεις του και να πέφτει στο πάτωμα.
Για μια στιγμή τον λυπήθηκε, αλλά σκέφτηκε ότι έχει δουλειές, όπως να βρει ένα κομμάτι ρούχο να βάλει πάνω του μιας και τα προηγούμενα είχαν γίνει στάχτες και έκανε να βγει από το δωμάτιο που είχε αρχικά συρθεί κατηφορικά, ανεβαίνοντας προς το διάδρομο. Πήγε να ανέβει και εκεί που σκαρφάλωνε στο ολισθηρό υγρό έδαφος, βλέπει την κοπελίτσα του πρώτου δωματίου να έχει μεγαλώσει πια και με τα κόκκινα γοβάκια στο χέρι να τον περιμένει στην είσοδο. Με το που τον βλέπει να πασχίζει να ανέβει, πετάει τα γοβάκια στο πλάι της κάτω, πέφτει στα γόνατα -για μια στιγμή τα χέρια της μείναν στον αέρα λόγω αδράνειας- και βάζει την πλουμιστή της φούστα γύρω τους να τα καλύπτει και να απλώνεται στην άμμο γύρω της και δίνει στον Χ. το ένα χέρι να τον βοηθήσει. Με το δεύτερό της χέρι, όταν τον έχει τραβήξει λίγο πιο πάνω, τον πιάνει από το σβέρκο και όπως ο Χ. φτάνει επιτέλους πάνω, αυτή χάνει την ισορροπία της, πέφτει με την πλάτη πίσω και με τα χέρια της γραπωμένα πάνω του τραβάει και τον Χ. ακριβώς από πάνω της. Ο Χ. παρατηρεί με την άκρη του ματιού του ότι τον χτυπάει το φως του ήλιου, από κάπου έρχεται μυρωδιά ιωδίου και μυρωδιά πεύκου, αλλά δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από τα δικά της. 
Για μια στιγμή, η Μ. τον λυπάται και πλησιάζει το στόμα της, αυτός νομίζει ότι θα τον φιλήσει, αλλά του γυρίζει το κεφάλι ώστε να φέρει το αριστερό του αυτί κοντά στο στόμα της. Του κάνει σσσσ να μη μιλήσει και την ακούει για ερπετό να τον ρωτάει Πόσο ακόμα και αυτή αρχίζει και εξαφανίζεται σαν φάντασμα μέσα από τα χέρια του, ίσα που προλαβαίνει να δει τα κόκκινά της μαλλιά πριν χαθούν κι αυτά. Σηκώνει τα μούτρα από κάτω και φτύνει την άμμο που μπήκε στο στόμα του έτσι όπως έπεσε απότομα. Μόνος, γυμνός και ντροπιασμένος, γυρίζει ανάσκελα, χαιρετάει τον ήλιο ενώ σε ένα πεύκο δίπλα του βλέπει ένα τζιν και ένα άσπρο πουκάμισο που του λείπει ένα κουμπί. Τον παίρνει αποκαμένο ο ύπνος. Ξυπνάει ξεκούραστος αλλά αποκαμμένος από τον ήλιο και μέσα στο αίμα.  Όταν προσπαθεί να σηκωθεί και να φορέσει τα ρούχα βλέπει ότι το αίμα προέρχεται από τα κομμένα του δάχτυλα και σκέφτεται ότι κουμπιά δεν έχουν σημασία. Αγνοεί τη θάλασσα, το δάσος, τα δέντρα και τη φωτιά στον ουρανό και περπατάει για να βρει το χωριό όπου δεν έχει σημασία τι θέλει ο κόσμος αλλά τι θέλει αυτός. Κι ο Χ. ακόμα περπατάει.

0 σχόλια:

Post a Comment