Monday 25 July 2011

Η Βουλγάρα κι η δαμάλα (ΟΝΤΑ)

Ας γίνει αυτό το εισαγωγικό κεφάλαιο της εποποιίας του Νίντζα των Εξαρχείων. Η Σούκι Στάκχαους στο Τρου Μπλαντ μπορεί να γέλασε όταν της συστήθηκε ο Βασίλης ο Βρουκόλακας, αλλά εγώ δεν τολμώ να κάνω το ίδιο με έναν Νίντζα. Ούτε καν πίσω από την πλάτη του. Δεν θα την παρουσιάσω με τη σειρά και σίγουρα δεν έχει μέση ή τέλος αυτή η ιστορία -;άντε, οι μύθοι μπορεί να έχουν αρχή, αλλά μην ζητάτε πολλά από ερασιτέχνη, GO FIND A PRO IF YOU EXPECTED BETTER. 
Ακούστε τώρα ένα κεφάλαιο της ιστορίας του Γιώργου του Νίντζα, όπως την αφηγείται ο ίδιος.
(Για την ολοκληρωμένη εμπειρία, βάλτε να παίζει η μουσική του γουίτζετ κάτω δεξιά. Εγγύηση.)



Δικαστικός αυτή, έμενε ακριβώς δίπλα. Έρχεται ένα βράδυ που κρατάω τα σπαθιά μου και κάνω προπόνηση, την ακούω, γυρνάω και τη σημαδεύω και με τα δυο. Ψηλή, μελαχροινή, βαρβατομούνα. Μου λέει, σε είδα και προχτές που πρωτοήρθα με το σλιπ στο μπαλκόνι και μετά και γυμνό από το παράθυρο και είδα ότι έχεις πλούσια τα ελέη –Οχ, κατάλαβα, σκέφτηκα. Ε και τη γαμάω. Και τι μου κάνει η καριόλα; Αφού τελειώνει, κάνει μια έτσι, χαμηλώνει επειδή ήταν ψηλότερη και κοιμάται πάνω στο στήθος μου. Με τελείωσε. Αυτή είχε ωραία δάχτυλα. Την ερωτεύτηκα για τα πιο όμορφα γυναικεία δάχτυλα που έχω δει. Κι έτσι πήγε μετά. Γύρναγα μεσημέρια από τη δουλειά και αυτή μου άφηνε σημειώματα και βρισκόμασταν.

Μια μέρα πίναμε μπύρες με το Λεωνίδα, το διαχειριστή στο σπίτι και βλέπω να ‘χει πέσει στο μπαλκόνι μια μαξιλαροθήκη, από το απέναντι σπίτι. Μαξιλάρι, πέσει, μου το δίνεις; Βουλγάρα ακούω, Βουλγάρα βλέπω. Της το κάνω κόμπο το πετάω. Ευχαριστώ πολύ, μου λέει, χαμογελάει.  Μπαίνει μέσα που την φώναζε η κυρία της και κλείνει το μπαλκόνι και μου στέλνει ένα φιλί από το παράθυρο. Αυτή ήταν νταρντάνα, χωρισμένη, με τρία παιδιά. Λίγο μετά ξαναβγαίνω γιατί την ακούω με φωνάζει και μου λέει Ευχαριστώ πάλι. Της λέω αν θες το βράδυ που σχολάς έλα από το σπίτι μου. Τότε η δικαστικός έλειπε για μέρες. Της δίνω το κινητό μου και μου κάνει κατευθείαν αναπάντητη να πάρω τον αριθμό. Έλα όταν σχολάσεις, να σε κεράσω κάτι. Δεν έχεις να χάσεις τίποτα.
Και τι συμπληρώνει αμέσως ο άλλος από μέσα; Χαχα Μονο το κεφάλι σου λέει Αχαχαχα ο Λεωνίδας. Ακόμα γελάω. Ε και ήρθε μετά και την κανόνιζα όλη νύχτα. Αυτή μου είπε ότι με μένα έμαθε ελληνικά.
Μια άλλη μέρα, που γαμιόμασταν με τη Βουλγάρα μου κάνει Σσσσ, Ανεβαίνει η δαμάλα. Πώς το κατάλαβε; Ρε τι καριόλες που είναι; Ακούς ένα ασανσέρ να ανεβαίνει και που ξέρεις ποιος είναι; Αυτή κατάλαβε ότι ερχόταν η δικαστικός. Ανέβηκε, άνοιξε το σπίτι της, δεν μου χτύπησε και εγώ γάμαγα την άλλη στα μουλωχτά και της έκλεινα το στόμα.
Μια μέρα η δαμάλα έφερε έναν άλλο στο σπίτι και από τη μουσική που άκουγα, κατάλαβα θα έπεφτε πηδήκουλας. Παίρνω κατευθείαν τη Βουλγάρα και έρχεται από το σπίτι. Αρχίζω τη γαμάω και φωνάζαμε και οι δυο. Μ’αυτήν μ’αρεσε πολύ γιατί ήταν πολυοργασμικιά. Εγώ φώναζα όπως όταν εξασκούμαι στα σπαθιά. Να τα ακούσει η άλλη. Το άλλο πρωί με συναντάει στην πόρτα. Τι έγινε χτες μου λέει τι έγινε χτες της απαντάω με νόημα. Έφερες χτες φίλη σου κι εσύ έφερες δικό σου, σου ζήτησα εγώ λογαριασμό; να απαντάει ρωτώντας ο Γιώργος. Θυμώνει αυτή, τον πιάνει από το καρύδι, τον βάζει στο σπίτι του, Δεν θα φέρνεις εδώ να γαμάς άλλες, του λέει. Ε και την πιάνω εκεί στα γούνινα στο πάτωμα και τη γαμάω απ’τον κώλο. Της έδειξα, που λες.
Τη Βουλγάρα την πετυχαίνω κάποια στιγμή σε ένα σουπερμάρκετ που πάει να μου ζητήσει και τα ρέστα και θυμώνω. Αν αυτό εδώ ήταν λεπίδι θα σου χα πάρει το κεφάλι, της λέω και κρατούσα να έτσι σφιχτά το χέρι μου στο λαιμό της σα σπαθί πολλά νεύρα της είχα. Γι αυτό κάτσε καλά μη σε κάνω να θυμηθείς το Βασίλειο το Βουλγαροκτόνο, ακούς; Που θα μου πεις και ποια θα γαμάω. Όταν εσύ έφερνες τον Αλβανό ή μετά τον άλλο τον Βούλγαρο ήταν καλά; Εγώ δεν έχω καρδιά;
Όσοι ήταν κοντά στο ταμείο του ίδιου σουπερμάρκετ μας κοίταζαν με ανοιχτό το στόμα. Μια κυρία τόλμησε να παρέμβει και η Βουλγάρα την έβαλε στη θέση της. Με τον κύριο έχω το πρόβλημα, όχι με εσάς, σ’ αυτόν μιλάω, της κάνει. Δεν χαμπάριαζε λέμε. Μια ηλικιωμένη κυρία πιο δίπλα γέλασε γιατί ο Γιώργος συνέχισε Το δικό μου το καυλί δεν θα περιμένει το δικό σου το μουνί.
Κι έτσι τέλειωσε. Μετά αυτή γκαστρώθηκε και όταν με πέτυχε στο δρόμο μου ‘πε ότι είχε σκοπό να το πουλήσει για να βγάλει ένα χρέος που είχε στη Βουλγαρία, Καλά, της είπα και της ευχήθηκα ό,τι καλύτερο κι έφυγα. Πήρε το τέτοιο αυτή μετά γιατί ήταν Βουλγαρία, γέννησε πρόωρα και έμεινε εκεί. Για αυτό σου λέω μην πηδήξεις ποτέ σου γειτόνισσα, εκτός κι αν έχεις λεφτά.

0 σχόλια:

Post a Comment