Saturday 30 July 2011

Χασομέρι

Παχιά πικέ κουβέρτα, ο κρύος αέρας αγκαλιάζει τη γάμπα του με κατεύθυνση προς το μπροστινό μέρος του ποδιού και με σπειροειδή κίνηση προς τα πάνω. Το κάτω μέρος των μηρών του κλειδώνει. Μουδιάζει. Καιρό είχε να το νιώσει.
Απο κουβέρτα, το κρύο αλλάζει μορφή, ρευστοποιείται και διεισδύει όπως το δάχτυλο τη μαρμελάδα το δέρμα του και φωλιάζει μέσα του. Μικρά βαρίδια που αντικαθιστούν τμήματα των μυών του.
Μικρά μοβ βαρίδια από πλαστελίνη που κρατάνε γαντζωμένα κομμάτια του κορμιού του στην καρέκλα του μπαρ και στο πάτωμα. Μετά πάλι μουδιάζει. Μετά πάλι γαντζώνεται. Ατέρμονες διπλωματικές διαδικασίες δυο δυνάμεων διεκδίκησης του κορμιού του. Δυο χέρια αυτιστικά, αποδεσμευμένα, χέρια ουδέτερα στον εκπορθητικό πόλεμο του κάτω του μέρους.
Το κεφάλι καρφωμένο κοιτάει μονότονα και επίμονα μια σελίδα απ'το ασημί τετραδιάκι του. Που και που σηκώνει το κεφάλι του και βλέπει πίσω από το πάσο της κουζίνας-μπαρ την Α. Χαμογελάει προς το μέρος της όταν δεν τον βλέπει.
Φωνάζει το όνομά της με ένα ελαφρύ νεύμα για να της παραγγείλει το δεύτερο και πριν τελειώσει το όνομά της, αυτή έχει απαντήσει Μισο λεπτό και σαν γαζέλα έχει πετάξει πάνω τα μπροστά της πόδια και έχει πιάσει από το ψυγείο δίπλα της Αυτό Που Του Χρειάζεται -πριν το σώμα της τελειώσει την κίνηση, έχει ήδη γυρίσει το κεφάλι της προς την πλευρά του για να δώσει πιο γρήγορα κατεύθυνση στο υπόλοιπο σώμα που λίγα δευτερόλεπτα μετά φτάνει στην πλευρά του. Αυτή τη φορά χαμογελάει μπροστά της και λέει ευχαριστώ ευγενικά και σημειώνει στο ασημί τετραδιάκι ότι η Α. κινείται καίγοντας το υλικό των ονείρων. Αλλά δεν της το λέει -ούτε γιατί ο χρόνος έχει διασταλεί ούτε γιατί έχει ακριβύνει. Φοβάται τις λέξεις.
Γράφει στο ασημί τετραδιάκι κάτι για αυτόν, κάτι για αυτήν και αλλάζει πρόσωπα. Παίζει. Μόνο αυτό κάνει. Έχει εικοσιεφτά καλοκαίρια να θυμάται κι αυτή έχει δεκαέξι. Αυτό Που Του Χρειάζεται τελειώνει. Το μούδιασμα στο κεφάλι του ανανεώνεται. Ακούει τη μουσική. Γιατί πάντα άκουγε τη μουσική; Αγνοεί τους στίχους. Γιατί πάντα αγνοούσε τους στίχους; Η μητέρα της Α. κρατάει το μικρόφωνο στη χούφτα και χαμηλώνει την γκρι φούστα με τις βούλες δυο πόντους πιο κάτω. Οι μουσικοί συνεχίζουν.
Το ένστικτο του μαγαζάτορα χτυπάει με τόνο πατρικό. Διακόπτει την φαντασίωση του νεαρού όταν περιλαμβάνει την Α. και τον ρωτάει αν του άρεσε ο μεζές που του πρόσφερε. Απαντάει θετικά. Το αφεντικό ικανοποιείται και τον ρωτάει κατευθείαν τι γράφει στο ασημί τετραδιάκι. Ανοησίες, λέει. Ο πατέρας φαίνεται να ικανοποιείται πάλι και φεύγει με το πρόσχημα της δουλειάς.
Μια γλυκιά ευφορία σαν χέρι διαπερνά τα μαλλιά του νέου κι αυτός τρίβει το κεφάλι του στα πόδια της. Και συνεχίζει να ταξιδεύει πάνω στις νότες και τις παύσεις τους. Γιατί όταν μουδιάζει και κατεβάζει μια-μια τις ασφάλειες της αντίληψής του, όταν τον απασχολούν μόνο αυτές, μόνο τότε δεν χρειάζεται παραίτηση. Πράξη και απραξία. Δεν υπάρχει παραίτηση γιατί δεν υπάρχει κάτι να αντιμετωπίσει. Τίποτα δεν απειλεί. Μπορεί να φτιάξει ένα κάστρο με μαξιλάρια και σεντόνια στο σαλόνι και να προστατευτεί από τις λέξεις που πάντα φοβόταν. Μα γιατί έχουν δύναμη. Θυμάται μικρός που κάθε που τραγουδούσε δάκρυζε γιατί όλες οι λέξεις όταν μπαίναν στη σωστή σειρά, σαν φόρμουλα για πανίσχυρα ξόρκια, μπορούσαν να τον ξεσκίσουν από μέσα. Μάλλον για αυτό άρχισε να ακούει μόνο τη μουσική.
Γυρίζει σε μια σελίδα που έγραψε χτες και ντρέπεται. Διαβάζει: Ζω για το Τώρα, άρα για την απουσία αυτού που η ελπίδα υπόσχεται. Αν ελπίζεις, μια δεδομένη και συνηθισμένη απουσία είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα αντικατασταθεί από την απώλεια. Η απουσία ίσως συνηθίζεται. Η συνεχής απώλεια; Ο συμβιβασμός με την απουσία είναι ένα συμβόλαιο-θυσία όποιας πιθανότητας έχεις να αποκτήσεις κάτι. Γιατί αυτή είναι η σύμβαση της ζωής. Φτιάχνεις ώστε να έχεις να χάνεις. 
Γυρίζει σε μια σελίδα που δεν έχει γράψει ακόμα και το θολωμένο του μυαλό διαβάζει αυτό που θα γράψει αύριο: Ζηλεύω τους ηθοποιούς που ασχολούνται με κάτι τόσο βάναυσο όσο οι λεξεις και και δεν τους παίρνουν τα ζουμιά συνέχεια. Τόσο συναίσθημα είναι απάνθρωπο. Στη σπουδή τους μουδιάζουν ή πιο μετά; Πώς να μην νιώσεις ανυπεράσπιστος μπρος στα λόγια των ποιητών; Αβοήθητος, απροστάτευτος, πώς να μη λυγίσεις; Αμφισβητώ τη μουσική και αναρωτιέμαι αν με έχει μουδιάσει, αν έχω αποδιώξει τις λέξεις κι αν έχω απονευρώσει τη μουσική. Λοβοτομή συναισθήματος και αυνανισμός για την ικανοποίηση των χεριών. Τι είναι αληθινό, τι είναι όμορφο, τι είναι ο Άλλος; Και τότε θυμάμαι τον Jeff και τη Nina και την Ella και την Eva κι άλλους νεκρούς και σκορπάω σε χίλια κομμάτια και ξεχνάω το όνομά μου. Άρρωστο μυαλό, άρρωστη ψυχή, στρεβλές αισθήσεις. Περπατώ με δυσκολία και σηκώνω ατμόσφαιρες στην πλάτη μου. Σέρνομαι, βασανίζομαι, παρατάω, παραπατάω, πέφτω, δαιμονίζομαι. Πάντα όμως Σηκώνομαι. Νομίζει ότι χαίρεται. Οι λέξεις γρήγορα ξανασβήνουν. Οι μουσικοί συνεχίζουν και όσο περισσότερο τους προσέχει, τόσο καλύτερα ακούει. Αρχίζει πάλι να ακούει λέξεις στη σωστή σειρά. Ζητάει άλλο ένα αποφεύγοντας να κοιτάξει την Α. και πηγαίνει βιαστικός στο μπάνιο.

0 σχόλια:

Post a Comment