Saturday 30 July 2011

Χασομέρι

Παχιά πικέ κουβέρτα, ο κρύος αέρας αγκαλιάζει τη γάμπα του με κατεύθυνση προς το μπροστινό μέρος του ποδιού και με σπειροειδή κίνηση προς τα πάνω. Το κάτω μέρος των μηρών του κλειδώνει. Μουδιάζει. Καιρό είχε να το νιώσει.
Απο κουβέρτα, το κρύο αλλάζει μορφή, ρευστοποιείται και διεισδύει όπως το δάχτυλο τη μαρμελάδα το δέρμα του και φωλιάζει μέσα του. Μικρά βαρίδια που αντικαθιστούν τμήματα των μυών του.
Μικρά μοβ βαρίδια από πλαστελίνη που κρατάνε γαντζωμένα κομμάτια του κορμιού του στην καρέκλα του μπαρ και στο πάτωμα. Μετά πάλι μουδιάζει. Μετά πάλι γαντζώνεται. Ατέρμονες διπλωματικές διαδικασίες δυο δυνάμεων διεκδίκησης του κορμιού του. Δυο χέρια αυτιστικά, αποδεσμευμένα, χέρια ουδέτερα στον εκπορθητικό πόλεμο του κάτω του μέρους.
Το κεφάλι καρφωμένο κοιτάει μονότονα και επίμονα μια σελίδα απ'το ασημί τετραδιάκι του. Που και που σηκώνει το κεφάλι του και βλέπει πίσω από το πάσο της κουζίνας-μπαρ την Α. Χαμογελάει προς το μέρος της όταν δεν τον βλέπει.
Φωνάζει το όνομά της με ένα ελαφρύ νεύμα για να της παραγγείλει το δεύτερο και πριν τελειώσει το όνομά της, αυτή έχει απαντήσει Μισο λεπτό και σαν γαζέλα έχει πετάξει πάνω τα μπροστά της πόδια και έχει πιάσει από το ψυγείο δίπλα της Αυτό Που Του Χρειάζεται -πριν το σώμα της τελειώσει την κίνηση, έχει ήδη γυρίσει το κεφάλι της προς την πλευρά του για να δώσει πιο γρήγορα κατεύθυνση στο υπόλοιπο σώμα που λίγα δευτερόλεπτα μετά φτάνει στην πλευρά του. Αυτή τη φορά χαμογελάει μπροστά της και λέει ευχαριστώ ευγενικά και σημειώνει στο ασημί τετραδιάκι ότι η Α. κινείται καίγοντας το υλικό των ονείρων. Αλλά δεν της το λέει -ούτε γιατί ο χρόνος έχει διασταλεί ούτε γιατί έχει ακριβύνει. Φοβάται τις λέξεις.
Γράφει στο ασημί τετραδιάκι κάτι για αυτόν, κάτι για αυτήν και αλλάζει πρόσωπα. Παίζει. Μόνο αυτό κάνει. Έχει εικοσιεφτά καλοκαίρια να θυμάται κι αυτή έχει δεκαέξι. Αυτό Που Του Χρειάζεται τελειώνει. Το μούδιασμα στο κεφάλι του ανανεώνεται. Ακούει τη μουσική. Γιατί πάντα άκουγε τη μουσική; Αγνοεί τους στίχους. Γιατί πάντα αγνοούσε τους στίχους; Η μητέρα της Α. κρατάει το μικρόφωνο στη χούφτα και χαμηλώνει την γκρι φούστα με τις βούλες δυο πόντους πιο κάτω. Οι μουσικοί συνεχίζουν.
Το ένστικτο του μαγαζάτορα χτυπάει με τόνο πατρικό. Διακόπτει την φαντασίωση του νεαρού όταν περιλαμβάνει την Α. και τον ρωτάει αν του άρεσε ο μεζές που του πρόσφερε. Απαντάει θετικά. Το αφεντικό ικανοποιείται και τον ρωτάει κατευθείαν τι γράφει στο ασημί τετραδιάκι. Ανοησίες, λέει. Ο πατέρας φαίνεται να ικανοποιείται πάλι και φεύγει με το πρόσχημα της δουλειάς.
Μια γλυκιά ευφορία σαν χέρι διαπερνά τα μαλλιά του νέου κι αυτός τρίβει το κεφάλι του στα πόδια της. Και συνεχίζει να ταξιδεύει πάνω στις νότες και τις παύσεις τους. Γιατί όταν μουδιάζει και κατεβάζει μια-μια τις ασφάλειες της αντίληψής του, όταν τον απασχολούν μόνο αυτές, μόνο τότε δεν χρειάζεται παραίτηση. Πράξη και απραξία. Δεν υπάρχει παραίτηση γιατί δεν υπάρχει κάτι να αντιμετωπίσει. Τίποτα δεν απειλεί. Μπορεί να φτιάξει ένα κάστρο με μαξιλάρια και σεντόνια στο σαλόνι και να προστατευτεί από τις λέξεις που πάντα φοβόταν. Μα γιατί έχουν δύναμη. Θυμάται μικρός που κάθε που τραγουδούσε δάκρυζε γιατί όλες οι λέξεις όταν μπαίναν στη σωστή σειρά, σαν φόρμουλα για πανίσχυρα ξόρκια, μπορούσαν να τον ξεσκίσουν από μέσα. Μάλλον για αυτό άρχισε να ακούει μόνο τη μουσική.
Γυρίζει σε μια σελίδα που έγραψε χτες και ντρέπεται. Διαβάζει: Ζω για το Τώρα, άρα για την απουσία αυτού που η ελπίδα υπόσχεται. Αν ελπίζεις, μια δεδομένη και συνηθισμένη απουσία είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα αντικατασταθεί από την απώλεια. Η απουσία ίσως συνηθίζεται. Η συνεχής απώλεια; Ο συμβιβασμός με την απουσία είναι ένα συμβόλαιο-θυσία όποιας πιθανότητας έχεις να αποκτήσεις κάτι. Γιατί αυτή είναι η σύμβαση της ζωής. Φτιάχνεις ώστε να έχεις να χάνεις. 
Γυρίζει σε μια σελίδα που δεν έχει γράψει ακόμα και το θολωμένο του μυαλό διαβάζει αυτό που θα γράψει αύριο: Ζηλεύω τους ηθοποιούς που ασχολούνται με κάτι τόσο βάναυσο όσο οι λεξεις και και δεν τους παίρνουν τα ζουμιά συνέχεια. Τόσο συναίσθημα είναι απάνθρωπο. Στη σπουδή τους μουδιάζουν ή πιο μετά; Πώς να μην νιώσεις ανυπεράσπιστος μπρος στα λόγια των ποιητών; Αβοήθητος, απροστάτευτος, πώς να μη λυγίσεις; Αμφισβητώ τη μουσική και αναρωτιέμαι αν με έχει μουδιάσει, αν έχω αποδιώξει τις λέξεις κι αν έχω απονευρώσει τη μουσική. Λοβοτομή συναισθήματος και αυνανισμός για την ικανοποίηση των χεριών. Τι είναι αληθινό, τι είναι όμορφο, τι είναι ο Άλλος; Και τότε θυμάμαι τον Jeff και τη Nina και την Ella και την Eva κι άλλους νεκρούς και σκορπάω σε χίλια κομμάτια και ξεχνάω το όνομά μου. Άρρωστο μυαλό, άρρωστη ψυχή, στρεβλές αισθήσεις. Περπατώ με δυσκολία και σηκώνω ατμόσφαιρες στην πλάτη μου. Σέρνομαι, βασανίζομαι, παρατάω, παραπατάω, πέφτω, δαιμονίζομαι. Πάντα όμως Σηκώνομαι. Νομίζει ότι χαίρεται. Οι λέξεις γρήγορα ξανασβήνουν. Οι μουσικοί συνεχίζουν και όσο περισσότερο τους προσέχει, τόσο καλύτερα ακούει. Αρχίζει πάλι να ακούει λέξεις στη σωστή σειρά. Ζητάει άλλο ένα αποφεύγοντας να κοιτάξει την Α. και πηγαίνει βιαστικός στο μπάνιο.

Thursday 28 July 2011

Μεγάλες Γνωριμίες


Καλοκαίρι 2008 ήρθε η ευλογημένη ζεστή μέρα που μπήκε στο ευλογημένο πανδοχείο που ήμουν για να ξαποστάσω. Την βοήθησα να κάτσει σε έναν υπολογιστή να θαυμάσει τον εαυτό της στο γιουτιούμπ. Όσοι δεν την ξέρετε, μπορείτε να την ψάξετε.

Αντιγράφω μερικές διασταυρωμένες πληροφορίες από τη φρικηπαίδεια.

Σαντρέλα-Ξύστρα

Πρόκειται για σπάνιο είδος τρωκτικού της οικογενείας των ασβών με διασταύρωση αρουραίου το λεγόμενο είδος βρωμούσα-μπόχαλις. Όταν φτάσει η εποχή ζευγαρώματος προσελκύει το αρσενικό χορεύοντας οριεντάλ και αναδίδοντας μία μυρωδιά που για πολλούς είναι δυσάρεστη (βλ. ΕΘΝΙΚΟΣ ΣΤΑΡ εναντίoν ΣΑΝΤΡΕΛΑ ΞΥΣΤΡΑ) λέγεται μάλιστα ότι το παγωτό ξυλάκι τόγκο-τόγκο (με γεύση μπανάνα) της παγωτοβιομηχανίας Έβγα δημιουργήθηκε με πρότυπο το πρόσωπό της γι’ αυτό και αποσύρθηκε.
(Από τη Φρικηπαίδεια, στο λήμμα Σαντρέλα Ξύστρα,)

Το μόνο που ξέρω εγώ ως πρωτότυπη πληροφορία που ανέσυρα στο πεδίο της μάχης είναι ότι ράβει μόνη της τα ρούχα της που με περηφάνεια μου έδειχνε μέσα από κάτι σακούλες. Φυσικά μπαίνοντας στο πανδοχείο είχε μαζί της (πέρα από σακούλα με ρούχα) και αυτόγραφα και μου 'κανε τη χάρη να μου δώσει ένα. Κάποια razz παίζει να 'χει και φωτογραφίες από εκείνο το εγκληματικό απόγευμα. Την παρακαλώ, όταν τις ανακαλύψει, να με ειδοποιήσει αμέσως.

ΥΓ. Τώρα που τέλειωσα το Twin Peaks, το αυτόγραφο με το κόκκινο φόντο αποκτά άλλο νόημα.

Χαρτόμπαλο στον κάδο #1

Η 9η του Μπετόβεν και όσα έργα περιέχουν τις λέξεις "μούχρωμα" ή/και "αρισμαρί" είναι οι μόνες περιπτώσεις αυτούσιας, καθάριας και θεϊκής έμπνευσης τέχνης. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλά τρόποι ώστε ο κάθε χρήστης να μεγαλώσει τη φωνή ή το πουλί του. Να φορέσει πλουμιστά, να φωνάξει δυνατά, να πηδήξει αλόγιστα ή να προσπαθήσει με τον ίδιο ζήλο. Έχει νόημα; Τι θα πει όμως; Με ενδιαφέρει πραγματικά; Ρεδεμπασταδιάλα.

Monday 25 July 2011

Η Βουλγάρα κι η δαμάλα (ΟΝΤΑ)

Ας γίνει αυτό το εισαγωγικό κεφάλαιο της εποποιίας του Νίντζα των Εξαρχείων. Η Σούκι Στάκχαους στο Τρου Μπλαντ μπορεί να γέλασε όταν της συστήθηκε ο Βασίλης ο Βρουκόλακας, αλλά εγώ δεν τολμώ να κάνω το ίδιο με έναν Νίντζα. Ούτε καν πίσω από την πλάτη του. Δεν θα την παρουσιάσω με τη σειρά και σίγουρα δεν έχει μέση ή τέλος αυτή η ιστορία -;άντε, οι μύθοι μπορεί να έχουν αρχή, αλλά μην ζητάτε πολλά από ερασιτέχνη, GO FIND A PRO IF YOU EXPECTED BETTER. 
Ακούστε τώρα ένα κεφάλαιο της ιστορίας του Γιώργου του Νίντζα, όπως την αφηγείται ο ίδιος.
(Για την ολοκληρωμένη εμπειρία, βάλτε να παίζει η μουσική του γουίτζετ κάτω δεξιά. Εγγύηση.)



Δικαστικός αυτή, έμενε ακριβώς δίπλα. Έρχεται ένα βράδυ που κρατάω τα σπαθιά μου και κάνω προπόνηση, την ακούω, γυρνάω και τη σημαδεύω και με τα δυο. Ψηλή, μελαχροινή, βαρβατομούνα. Μου λέει, σε είδα και προχτές που πρωτοήρθα με το σλιπ στο μπαλκόνι και μετά και γυμνό από το παράθυρο και είδα ότι έχεις πλούσια τα ελέη –Οχ, κατάλαβα, σκέφτηκα. Ε και τη γαμάω. Και τι μου κάνει η καριόλα; Αφού τελειώνει, κάνει μια έτσι, χαμηλώνει επειδή ήταν ψηλότερη και κοιμάται πάνω στο στήθος μου. Με τελείωσε. Αυτή είχε ωραία δάχτυλα. Την ερωτεύτηκα για τα πιο όμορφα γυναικεία δάχτυλα που έχω δει. Κι έτσι πήγε μετά. Γύρναγα μεσημέρια από τη δουλειά και αυτή μου άφηνε σημειώματα και βρισκόμασταν.

Μια μέρα πίναμε μπύρες με το Λεωνίδα, το διαχειριστή στο σπίτι και βλέπω να ‘χει πέσει στο μπαλκόνι μια μαξιλαροθήκη, από το απέναντι σπίτι. Μαξιλάρι, πέσει, μου το δίνεις; Βουλγάρα ακούω, Βουλγάρα βλέπω. Της το κάνω κόμπο το πετάω. Ευχαριστώ πολύ, μου λέει, χαμογελάει.  Μπαίνει μέσα που την φώναζε η κυρία της και κλείνει το μπαλκόνι και μου στέλνει ένα φιλί από το παράθυρο. Αυτή ήταν νταρντάνα, χωρισμένη, με τρία παιδιά. Λίγο μετά ξαναβγαίνω γιατί την ακούω με φωνάζει και μου λέει Ευχαριστώ πάλι. Της λέω αν θες το βράδυ που σχολάς έλα από το σπίτι μου. Τότε η δικαστικός έλειπε για μέρες. Της δίνω το κινητό μου και μου κάνει κατευθείαν αναπάντητη να πάρω τον αριθμό. Έλα όταν σχολάσεις, να σε κεράσω κάτι. Δεν έχεις να χάσεις τίποτα.
Και τι συμπληρώνει αμέσως ο άλλος από μέσα; Χαχα Μονο το κεφάλι σου λέει Αχαχαχα ο Λεωνίδας. Ακόμα γελάω. Ε και ήρθε μετά και την κανόνιζα όλη νύχτα. Αυτή μου είπε ότι με μένα έμαθε ελληνικά.
Μια άλλη μέρα, που γαμιόμασταν με τη Βουλγάρα μου κάνει Σσσσ, Ανεβαίνει η δαμάλα. Πώς το κατάλαβε; Ρε τι καριόλες που είναι; Ακούς ένα ασανσέρ να ανεβαίνει και που ξέρεις ποιος είναι; Αυτή κατάλαβε ότι ερχόταν η δικαστικός. Ανέβηκε, άνοιξε το σπίτι της, δεν μου χτύπησε και εγώ γάμαγα την άλλη στα μουλωχτά και της έκλεινα το στόμα.
Μια μέρα η δαμάλα έφερε έναν άλλο στο σπίτι και από τη μουσική που άκουγα, κατάλαβα θα έπεφτε πηδήκουλας. Παίρνω κατευθείαν τη Βουλγάρα και έρχεται από το σπίτι. Αρχίζω τη γαμάω και φωνάζαμε και οι δυο. Μ’αυτήν μ’αρεσε πολύ γιατί ήταν πολυοργασμικιά. Εγώ φώναζα όπως όταν εξασκούμαι στα σπαθιά. Να τα ακούσει η άλλη. Το άλλο πρωί με συναντάει στην πόρτα. Τι έγινε χτες μου λέει τι έγινε χτες της απαντάω με νόημα. Έφερες χτες φίλη σου κι εσύ έφερες δικό σου, σου ζήτησα εγώ λογαριασμό; να απαντάει ρωτώντας ο Γιώργος. Θυμώνει αυτή, τον πιάνει από το καρύδι, τον βάζει στο σπίτι του, Δεν θα φέρνεις εδώ να γαμάς άλλες, του λέει. Ε και την πιάνω εκεί στα γούνινα στο πάτωμα και τη γαμάω απ’τον κώλο. Της έδειξα, που λες.
Τη Βουλγάρα την πετυχαίνω κάποια στιγμή σε ένα σουπερμάρκετ που πάει να μου ζητήσει και τα ρέστα και θυμώνω. Αν αυτό εδώ ήταν λεπίδι θα σου χα πάρει το κεφάλι, της λέω και κρατούσα να έτσι σφιχτά το χέρι μου στο λαιμό της σα σπαθί πολλά νεύρα της είχα. Γι αυτό κάτσε καλά μη σε κάνω να θυμηθείς το Βασίλειο το Βουλγαροκτόνο, ακούς; Που θα μου πεις και ποια θα γαμάω. Όταν εσύ έφερνες τον Αλβανό ή μετά τον άλλο τον Βούλγαρο ήταν καλά; Εγώ δεν έχω καρδιά;
Όσοι ήταν κοντά στο ταμείο του ίδιου σουπερμάρκετ μας κοίταζαν με ανοιχτό το στόμα. Μια κυρία τόλμησε να παρέμβει και η Βουλγάρα την έβαλε στη θέση της. Με τον κύριο έχω το πρόβλημα, όχι με εσάς, σ’ αυτόν μιλάω, της κάνει. Δεν χαμπάριαζε λέμε. Μια ηλικιωμένη κυρία πιο δίπλα γέλασε γιατί ο Γιώργος συνέχισε Το δικό μου το καυλί δεν θα περιμένει το δικό σου το μουνί.
Κι έτσι τέλειωσε. Μετά αυτή γκαστρώθηκε και όταν με πέτυχε στο δρόμο μου ‘πε ότι είχε σκοπό να το πουλήσει για να βγάλει ένα χρέος που είχε στη Βουλγαρία, Καλά, της είπα και της ευχήθηκα ό,τι καλύτερο κι έφυγα. Πήρε το τέτοιο αυτή μετά γιατί ήταν Βουλγαρία, γέννησε πρόωρα και έμεινε εκεί. Για αυτό σου λέω μην πηδήξεις ποτέ σου γειτόνισσα, εκτός κι αν έχεις λεφτά.

Sunday 24 July 2011

Μουσικά παιχνίδια

ή Εκεί που η μουσική παίζει μαζί σου


Να είναι μάλλον Πέμπτη γιατί έχεις χάσει τις μέρες, να είναι μάλλον μεσάνυχτα γιατί είσαι μόνος στο φεγγαρόφως μετά από λίγες ώρες από τη δύση, το πευκόδασος να σου μιλάει με τον αέρα δίπλα σε μια ερημική παραλία και να 'ναι σίγουρα Ιούνιος. Καίνε δυο κεριά που υπόσχονται ότι διώχνουν τα κουνούπια, ένα πράσινο φιδάκι καπνίζει και φυσάει τον καπνό του δίπλα σου και εσύ να διαβάζεις ένα εγχειρίδιο δημιουργικής γραφής με ένα φαναράκι. Δεν βγάζεις πολύ νόημα μια και δεν σ' ενδιαφέρει ιδιαίτερα, αλλά απασχολείς κάπως το μυαλό σου που δεν το νιώθεις ακριβώς στη θέση του. Ο τίτλος του άμεσα επεξηγηματικός How to write.
Και ενώ ζεις τον προσωπικό εφιάλτη εντόμων και άλλων φτερωτών πλασμάτων που τη βρίσκουν να συχνάζουν γύρω από το φαναράκι σου, τη μύτη σου, τα αυτιά σου, τα πόδια σου, η απλή ενόχληση γίνεται πανικός μιας και αρχίζει από το εμπιθρή σου να παίζει ένα σχεδόν αδιάφορο και σίγουρα περιττό (τουλάχιστον για την ώρα) κομμάτι από το Διάφανο. Του Θανάση, ντε.
Στιγμιαίες αναλύσεις της κατάστασης σου αφήνουν λογικά συμπεράσματα και εικόνες φτερωτών πλασμάτων με όπλα στην πλάτη να κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και να τρώνε πίτσα ενώ ένας φτερωτός πολύχρωμος δάσκαλος Σπλίντερ να τους λέει Καράτε Χίαρ ωστέ να αφήσουν κατά μέρος τις πίτσες και να επιτεθούν οργανωμένα. Δεν περνάει ένα λεπτό, μέχρι που ο μπαίνει ο αφηγητής που απαγγέλει τον τίτλο του κομματιού, μες στο κομμάτι, Οι μύγες βαλσαμώνονται με βαλς.
Ξεφυσάς ανακουφισμένος και ξανακάθεσαι με λίγη προσοχή.
Ευτυχώς. Φτηνά τη γλύτωσες. Ήταν μόνο μερικά δευτερόλεπτα αβαν γκαρντ έντεχνης μουσικής.


Sunday 17 July 2011

Να κεράσω;

Σε ελάχιστα ολισθηρό έδαφος και υπό τους ήχους δυνατών αέρηδων (ανεμιστήρας+απορροφητήρας=) είχαν μια σοβαρή διαφωνία δυο φέτες μπέικον με μια πιπεριά (που πριν λίγο ήταν γεμιστή). Η διαφωνία ήταν για το αν έχει θέση μια προμαγειρεμένη πιπεριά σε τέτοιο χώρο. Ένα αυγό έσπασε πάνω από τα κεφάλια τους και ξεχύθηκε γρήγορα στην περιοχή για να καταπνίξει τη φασαρία αλλά με το που ανακατεύτηκε, είδε με τρόμο να γεμίζει η περιοχή με το ρύζι της γεμιστής πιπεριάς και με ένα ψιλοκομμένο κομματάκι βραστού αρνίσιου κρέατος (μαζί με το λίγο λιπάκι του, φλωριές τώρα;). Αφού ήρθαν και δέσανε, ήρθε ένα τυρί χλωμό και κιτρινιάρικο κι έγινε λιώμα πάνω τους, απλώθηκε παντού, σας λέω εγώ που τα 'βλεπα, την έκανε τζαμάουα κι έγινε τέλειο. Έχουν δίκιο όσοι λένε το τυρί όπιο του λαού. Στο μεγάλο σεισμό που ακολούθησε, μπουρδουκλωμένοι βρέθηκαν δίπλα σε μια φρέσκια ντομάτα. Άραξαν και, μάλλον επηρεασμένοι από τις αναθυμιάσεις του τυριού, είπαν ιστορίες και παρακολούθησαν ατάραχοι πλέον την χιονόπτωση πάπρικας και μαύρου πιπεριού (γιατί το ένα δεν από τα δυο φτάνει) και αναπολούσαν τις μέρες που έριχνε χιόνι κίτρινο ή έβρεχε ταμπάσκο. Όταν πέρασε η επίδραση-λιώσιμο, μπήκαν σε καμιόνια που έκαναν τακτικά τη γραμμή Πιάτο-Στομάχι. Εκεί συναντήθηκαν με ένα πρώην φρεσκοστυμμένο χυμό πορτοκάλι και πολύ νερό. Η τελευταία μυρωδιά που είχαν λίγο πριν χάσουν τις αισθήσεις τους και θυσιαστούν για το σκοπό που τους ένωσε ήταν αυτή της μπύρας και του ούζου, που θα 'παιρναν όρκο ότι βρίσκονταν πρότερα εκεί σε αφθονία. Εύχομαι το ταξίδι τους να μην τελειώσει ποτέ όπου κι αν βρεθούν. Είμαι σίγουρος πως η παρέα τους φάνηκε αλλόκοτη στους κακόπιστους, η αλήθεια όμως είναι πως κατάφερε να νικήσει πρωινή πείνα και χανγκόβερ. 

Saturday 16 July 2011

Παραλλαγή σε ένα θέμα

Αντί εισαγωγής: Ακολουθεί ελεύθερη παραλλαγή στην προηγούμενη ανάρτηση με τίτλο Για ένα πουκάμισο. Αν και δεν είναι απαραίτητη η ανάγνωσή της, περιέχει κάποια μοτίβα που υπάρχουν και στο παρόν.



Μια πόρτα κλείνει με δύναμη και μια αντρική φωνή κραυγάζει οργισμένη λόγια ακατανόητα και ο Λ.. εμβρόντητος μένει στον καναπέ με καρφωμένα τα χέρια στο στρίψιμο του τσιγάρου του. Κοιτάει πάνω με μισό βλέμμα τον Χ. να χάνεται στο εσωτερικό του σπιτιού που βρίσκονται. Πάλι για αυτόν συζητούσαν. Δεν καταλαβαίνει. Μια αράχνη στη γωνία στο ταβάνι παρακολουθεί χωρίς να την έχουν καταλάβει. Ούτε αυτή καταλαβαίνει, αλλά έχει δουλειές να κάνει και φεύγει. Για μια στιγμή λυπάται και τους δυο αλλά τους αφήνει στην ησυχία τους να προλάβει να υφάνει το καλοκαιρινό της παλάτι.
Ο Χ. αφού χτυπάει την πόρτα πέρνει φόρα και πηδάει από το μπαλκόνι κι αρχίζει να τρέχει σε διάδρομο γοτθικό, που σημαίνει υγρό-σκοτεινό, με πόρτες πολλές, σε μια στιγμή λαχανιάζει αγκαλιάζει με τις παλάμες του τα γόνατα και κοιτάει μέσα από μια πόρτα δεξιά του, μέσα έχει μια μικρή ξανθιά κοπελίτσα γύρω στα 12 που παίζει με τις κούκλες της που είναι όλα μικρά πορσελάνινα αγοράκια στο πάτωμα και τα βάζει σε διάφορες πόζες και στάσεις. Θέλει να πάει να τη σηκώσει από το σβέρκο σαν γατί, να της πει στο αυτί όλα όσα πρέπει να της πει, να τη φιλήσει στο λαιμό, αλλά η μικρή με τα κόκκινα γοβάκια δεν δίνει σημασία στον λαχανιασμένο άντρα της πόρτας, μόνο κρατάει στα χέρια της από το λαιμό ένα από αυτά τα αγοράκια και του φωνάζει Θα σε σφίξω στην αγκαλιά μου γιατί σε αγαπώ πολύ-πολύ και ο Χ. φοβάται γιατί η κούκλα ίσως του μοιάζει στο πρόσωπο και φοβάται μη σπάσει.
Τρέχει ξανά και βλέπει πόρτες σφαλιστές, και όσες είναι ανοιχτές είναι δωμάτια με αράχνες, νυχτερίδες βατράχια και σωρούς από σκατά. Έναν ζωδιακό κύκλο να γυρίζει στο ταβάνι και να ακολουθεί την πορεία του και να του φωτίζει το δρόμο κάθε που σταματάει να πάρει μια ανάσα και να δει. Πολλές πόρτες κλειστές και σκέφτεται Θα φτάσω γρήγορα στο τέρμα. Ίσως αν κλείσω μια-μια τις πόρτες που βλέπω ανοιχτές χωρίς να ασχοληθώ με ό,τι έχει μέσα να φτάσω πιο γρήγορα. Λέει και κλείνει την πρώτη ανοιχτή που βρίσκει και αμέσως το δεξί του χέρι μουδιάζει και νεκρώνει. Αδιαφορεί και συνεχίζει να τρέχει. Στην επόμενη ανοιχτή πόρτα, αριστερά νομίζω ήταν, πριν προλάβει να την κλείσει βλέπει μέσα έναν που αναγνωρίζει ως τον Κ. που ήξερε από το σχολείο, να φοράει ένα λευκό πουκάμισο που του λείπει ένα κουμπί και να σταματάει το κούμπωμα. Ο Κ. τον καταλαβαίνει και γυρίζει να τον χαιρετήσει αλλά ο Χ. βλέπει τα αυτιά του Κ. να είναι σαπισμένα και να πέφτουν όπως γυρνάει, το στόμα του ραμμένο, τις κόγχες των ματιών βουλωμένες και τα ρουθούνια του κλειστά. Κλείνει την πόρτα γρήγορα τρομαγμένος και συνεχίζει να τρέχει με σκοπό να μη σταματήσει ούτε για ξεκούραση. Στην επόμενη πόρτα που κλείνει χωρίς να κοιτάξει χάνει το ένα του πόδι και συνεχίζει κουτσός και με τα χέρια στους τοίχους μα δεν αντέχει πολλά μέτρα και αρχίζει και σέρνεται, αλλά κλείνει δυο πόρτες ακόμα. 
Χωρίς πόδια, με μισομουδιασμένο ένα χέρι, ένα μάτι, χωρίς μαλλιά και τίποτα χρήσιμο ή περιττό πάνω του, φτάνει σε μια πόρτα ακόμα, πάλι αριστερά, αλλά πουθενά δεν μπορεί να δει το τέλος του διαδρόμου. Με ξαπλωμένο πλάγια το κεφάλι βλέπει μέσα από την πόρτα να ξεκινάει μια μικρή κατηφόρα, την κατεβαίνει και βλέπει θολά μα -παρά το ένα του μάτι- οχταπλά μια εικόνα ενός ημιφωτισμένου δωματίου μπροστά του. Το ένα του αυτί χωρίς πτερύγιο δεν τον βοηθούσε να καταλάβει από που ή από πόσα άτομα έρχονταν ακριβώς οι φωνές, αλλά κάθε που άκουγε για ντροπή έσκαγε στα γέλιο, κάθε που άκουγε για αδυναμία επέστρεφε ένα χαμένο μέλος του και κάθε που άκουγε για φόβο έπαιρνε θάρρος. Τώρα έβλεπε καλύτερα και έβλεπε δυο άτομα σε έναν καναπέ, να σηκώνεται ο ένας που έμοιαζε με τον φίλο του, τον Λ. να λέει Καληνύχτατα λεμεαύριο, και να βγαίνει από το δωμάτιο, ενώ ο άλλος, που έμοιαζε με τον ίδιο, να κάνει ένα τσιγάρο και με μουδιασμένο κεφάλι να χάνει τις αισθήσεις του και να πέφτει στο πάτωμα.
Για μια στιγμή τον λυπήθηκε, αλλά σκέφτηκε ότι έχει δουλειές, όπως να βρει ένα κομμάτι ρούχο να βάλει πάνω του μιας και τα προηγούμενα είχαν γίνει στάχτες και έκανε να βγει από το δωμάτιο που είχε αρχικά συρθεί κατηφορικά, ανεβαίνοντας προς το διάδρομο. Πήγε να ανέβει και εκεί που σκαρφάλωνε στο ολισθηρό υγρό έδαφος, βλέπει την κοπελίτσα του πρώτου δωματίου να έχει μεγαλώσει πια και με τα κόκκινα γοβάκια στο χέρι να τον περιμένει στην είσοδο. Με το που τον βλέπει να πασχίζει να ανέβει, πετάει τα γοβάκια στο πλάι της κάτω, πέφτει στα γόνατα -για μια στιγμή τα χέρια της μείναν στον αέρα λόγω αδράνειας- και βάζει την πλουμιστή της φούστα γύρω τους να τα καλύπτει και να απλώνεται στην άμμο γύρω της και δίνει στον Χ. το ένα χέρι να τον βοηθήσει. Με το δεύτερό της χέρι, όταν τον έχει τραβήξει λίγο πιο πάνω, τον πιάνει από το σβέρκο και όπως ο Χ. φτάνει επιτέλους πάνω, αυτή χάνει την ισορροπία της, πέφτει με την πλάτη πίσω και με τα χέρια της γραπωμένα πάνω του τραβάει και τον Χ. ακριβώς από πάνω της. Ο Χ. παρατηρεί με την άκρη του ματιού του ότι τον χτυπάει το φως του ήλιου, από κάπου έρχεται μυρωδιά ιωδίου και μυρωδιά πεύκου, αλλά δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από τα δικά της. 
Για μια στιγμή, η Μ. τον λυπάται και πλησιάζει το στόμα της, αυτός νομίζει ότι θα τον φιλήσει, αλλά του γυρίζει το κεφάλι ώστε να φέρει το αριστερό του αυτί κοντά στο στόμα της. Του κάνει σσσσ να μη μιλήσει και την ακούει για ερπετό να τον ρωτάει Πόσο ακόμα και αυτή αρχίζει και εξαφανίζεται σαν φάντασμα μέσα από τα χέρια του, ίσα που προλαβαίνει να δει τα κόκκινά της μαλλιά πριν χαθούν κι αυτά. Σηκώνει τα μούτρα από κάτω και φτύνει την άμμο που μπήκε στο στόμα του έτσι όπως έπεσε απότομα. Μόνος, γυμνός και ντροπιασμένος, γυρίζει ανάσκελα, χαιρετάει τον ήλιο ενώ σε ένα πεύκο δίπλα του βλέπει ένα τζιν και ένα άσπρο πουκάμισο που του λείπει ένα κουμπί. Τον παίρνει αποκαμένο ο ύπνος. Ξυπνάει ξεκούραστος αλλά αποκαμμένος από τον ήλιο και μέσα στο αίμα.  Όταν προσπαθεί να σηκωθεί και να φορέσει τα ρούχα βλέπει ότι το αίμα προέρχεται από τα κομμένα του δάχτυλα και σκέφτεται ότι κουμπιά δεν έχουν σημασία. Αγνοεί τη θάλασσα, το δάσος, τα δέντρα και τη φωτιά στον ουρανό και περπατάει για να βρει το χωριό όπου δεν έχει σημασία τι θέλει ο κόσμος αλλά τι θέλει αυτός. Κι ο Χ. ακόμα περπατάει.

Για ένα πουκάμισο

Μια πόρτα κλείνει με δύναμη και μια γυναικεία φωνή κραυγάζει οργισμένη Αρχίδια ξέρεις τι θέλει ο κόσμος, κι ο Καρβέλας μένει στην σεζλόνγκ του άλαλος καθώς βλέπει την Άννα Βίσση να χάνεται στο εσωτερικό του ταχύπλοου που βρίσκονται. Έρχονται από το εξωτερικό και συζητάνε το νέο σουξέ θα φέρουν στην Ελλάδα. Ο Κ. παρακολουθεί, δεν σχολιάζει, και για μια στιγμή λυπάται το Νίκο αλλά τους αφήνει στην ησυχία τους για να προλάβει τα μαγαζιά ανοιχτά.
Τρέχει για ψώνια, όλα ήταν κλειστά - σκέφτεται Ωραία, θα γλυτώσω λεφτά, γυρίζει σε ένα μακρόστενο δωμάτιο/καθιστικό/γραφείο. Σχήμα παραλληλόγραμμο με τεράστια μεγάλη πλευρά και τον φιλοξενούσε ο Δ. Ο Δ. σε ένα κρεβάτι στη μια γωνία κι ο Κ. σε έναν καναπέ στην απέναντι της ίδιας μεγάλης πλευράς. Απέναντί από την μικρή πλευρά. σε άλλο κρεβάτι η κοπέλα του Δ., η Α., για κάποιο λόγο θυμωμένη. Ο Κ. στριμώχνεται σε μια άκρη του καναπέ του και βαριέται  αλλά μετά από λίγο μπαίνει απρόσκλητη η Β, αλλά δεν τον πειράζει - χαίρεται. Γνωρίζονται καλά, αλλά όχι αρκετά. Πλησιάζει τον Κ. στον καναπέ τον χαιρετά εγκάρδια και κάθεται δίπλα του. Λένε τα νέα τους. Η Β, φοράει ένα λευκό πουκάμισο με χαλασμένο το ίδιο μπροστινό κουμπί με ένα που έχει ο Κ. έτσι αυτός σχολιάζει τη σύμπτωση για να μην κοιτάξει το λευκό της κοιλιάς της. Αυτή του λέει Δεν πειράζει αν έχει σκιστεί το πουκάμισο, σιγά τι έγινε, κι αυτός λέει ότι πήγε σήμερα να πάρει άλλο αλλά ήταν όλα κλειστά. Αλλά χτες που πήγε -κι ο χώρος απέναντί τους γίνεται η σκηνή του μαγαζιού της χτεσινής μέέρας με διαδρόμους, πελάτες, πωλητή και έναν Κ. μικρότερο κατά μια μέρα να αγοράζει πουκάμισο- δεν βρηκε στο νούμερό του. Ατυχία είπε κι έφυγε. Η Β. επανέλεβε ότι δεν πειράζει και τον πλησιάζει. Τον ξαφνιάζει αλλά του αρέσει. Κοιτάει μια τον τοίχο που έγινε εμπορικό κέντρο, εξαφανίζεται. Κοιτάει και τον άλλο τοίχο που κάθεται ο Δ. τώρα με την Α. και ο Δ. προλαβαίνει να του κάνει ένα ενθαρρυντικό νόημα. Μετά από λίγα άβολα δευτερόλεπτα άρρυθμων κινήσεων, στα κεφάλια τους αυτή κολλάει το στόμα της στο δικό του και οι γλώσσες τους συστήνονται. Αλλά το στόμα του Κ. ήταν ξερό, πολύ ξερό, και προσγειώνεται σε ένα κρεβάτι που δεν είναι δικό του με στόμα πιο στεγνό και ένα πουκάμισο χωρίς ένα κουμπί κρεμασμένο στο απέναντι παράθυρο -
τελικά τι θέλει ο κόσμος;

Friday 15 July 2011

Θηβαίος vs Jeff Buckley's Forget Her

Με βασανίζει καιρό. Και έχω γκρινιάξει πολύ σε φίλους μου. Απ' όταν άκουσα μια φορά όλο το σιντί. Λίγο, όμως η διασκευή του Forget Her, με τίτλο Κανείς Δεν Έρχεται, λίγο τα υπόλοιπα, δεν έδωσα πολλές ευκαιρίες στο δίσκο.

Θα επιχειρήσω μια νεκροψία στο Κανείς Δεν Έρχεται, να το βγάλω αυτό το πράμα από μέσα μου.
Για να συμβεί αυτό, θα το συγκρίνω το με το πρωτότυπο με διάφορους τρόπους. Θα προσπαθήσω να μη χρησιμοποιήσω ούτε μια φορά την αδιαπραγμάτευτη φωνητική ανωτερότητα του Jeff, μιας και θα πρέπει να συμβιβαστούμε όλοι ότι ο άνθρωπος είχε συμβόλαιο με το διάολο ώστε να έχει αλυσοδεμένους έναν άγγελο και ένα δαίμονα στο λαρύγγι του, που χωρίς άλλο τίποτα να κάνουν μέχρι να πνιγεί τραγικά το βέσελ τους, εγαμιόσαντο ασύστολα εκεί μέσα αλλάζοντας συνέχεια ρόλους.

Πάρα-κάτω:

Πάμε να ακούσουμε σαν νεαρά παιδιά που δεν είχαν τη χαρά να ακούσουν ακόμα τον Jeff Buckley, με αγνά αυτάκια -όσο γίνεται- το Κανείς Δεν Έρχεται.

Μια χαρά κομμάτι. Σε περίπτωση που βαριέται κάποιος να διαβάσει τους στίχους από το βιντεάκι, του παραθέτω κι εδώ. Είναι του Μάνου Ελευθερίου. Και αρχικά, το μόνο που μου χτυπάει είναι αυτό το "μαΘΕΊ" - δεν το 'χω πολύ με τους παρατονισμούς. Λες και ήταν γραμμένο ανεξάρτητο το στιχάκι και του το πέταξε. Να, δείτε το.

Κανείς δεν έρχεται

Κοιτάζεις ώρες την οθόνη
της τηλεόρασης το χιόνι
που έχει γεμίσει όλο το σπίτι και το χολ
Κουβέρτες, ρούχα και σεντόνια
ποτήρια, βάζα -μαύρο χρόνια
σερβίτσια, πιάτα, τα βιβλία και τα μπολ

Μα κανείς δεν έρχεται. Δε θα' ρθει
γιατί κανείς δε νοιάζεται να μάθει
πώς είναι η κόλαση με χιόνι και φωτιά
Πάρε τα ηρεμιστικά σου
να λες πως όλα είναι δικά σου
κι η ευτυχία σου κλεισμένη σε κουτιά

Κοιτάζεις ώρες το ταβάνι
σαν να περίμενες καράβι
πως με φτερά κάποτε θα' ρθει απ' τον ουρανό
Τις ξέρω τέτοιες παραισθήσεις
που σου μιλούν για κατακτήσεις
κι όλα τα βλέπεις σαν εχθρό Αγαρηνό.

Έχει περάσει η εποχή που θαύμαζα απεριόριστα τον Θηβαίο για τη φωνή του, για το στίχο του και την τραγουδοποιία του γενικότερα. Ακόμα τον εκτιμώ.

Σπάω το κεφάλι μου όμως για να καταλάβω πώς είναι δυνατόν κάποιος να διαστρεβλώσει ΤΟΣΟ ένα κομμάτι.

Να και το πρωτότυπο.




Παιδί - Βιολί (Έστω, ακορντεόν)

Βόλτα στο Θησείο. 2010; Νομίζω. Δεν ήμουν μόνος. Αλλά δεν θυμάμαι καν με ποιον/ποια ήμουν.
Η μνήμη μου παίζει παιχνίδια τον τελευταίο καιρό. Αν το διαβάζει όποιος ήταν μαζί μου, μπορεί να μου το θυμίσει. Περπατώντας, νότες εύθυμες φτάσανε στα αυτιά μου. Όφειλα να κρατήσω αυτή τη στιγμή μαζί μου. Να, πάρε κι εσύ.


Τα δάνεια

Οι πάσχοντες γνωρίζουν, αλλά ας κοινοποιηθεί και σε κάθε λογής ενδιαφέρομενο, ότι στη διάρκεια μιας κρίσης δυσκοιλιότητας, στη νιοστή μέρα, η αίσθηση που έχει ο ασθενής με το φαγητό είναι ίδια με όταν παίρνει το νιοστό καταναλωτικό δάνειο χωρίς να έχει ξεχρεώσει κάποιο προηγούμενο στεγαστικό ή μια από τις κάρτες του.
Έχουν δίκιο όσοι δεν θέλουν δάνεια στο κεφάλι τους.

Wednesday 13 July 2011

Είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο

Έίναι λίγο πριν τους Ολυμπιακούς του 4. Ίσως χειμώνας του 3. Δεν θυμάμαι ακριβώς. Παίζουμε στα Εξάρχεια, στη Ναυαρίνου σε ένα μαγαζί που λεγόταν Ίγκολ (Eagle) και το ΄χε ο Μπορμπόκης. Επίσης δεν ξέρω αν γράφεται καν έτσι. Της ΑΕΚ κάτι ήταν αυτός λέει. Παίζουμε παρασκευοσάββατα με τον Κωστή, τη Μαρία και ανά περιόδους το Θανασάκη.
Ο τύπος που το δούλευε μας έβαζε να παίζουμε μέχρι και λαϊκό, στα οποία ανέβαζε έναν αποσδιόριστων διαστάσεων τύπο -οι διαστάσεις του παραμένουν απροσδιόριστες γιατί ακόμα κι όταν ήμουν στον ίδιο χώρο μαζί του έστριβα από την άλλη το κεφάλι όταν τραγουδούσε- να τα λέει. Χαμός. Πήγαινε το χασαποσέρβικο με τα δάχτυλα στην πετονιά σύννεφο. Τέλειωνε το πρόγραμμα και μετά τρέχανε μαζί να ανοίξουν μπουκάλι [Νότη. Και το γαρούφαλλο σύννεφο - και την άλλη μέρα κλαίγανε για αφραγκίες.]
Μετά από μερικούς μήνες σκάσανε μύτη κάτι μικρότεροι, δυο αγόρια να παίζουνε κι αυτά "τα ροκ". Το ροκ το ελληνικό; Που 'ναι ζεϊμπέκικο; Αυτό. Να το ακούμε σταυρωμένοι στο κοινό. Μια κιθάρα ο ένας, τραγουδιάρης ο άλλος. Είχε και λίγο από ξένο. Κανα νιρβάνα ανπλάγκντ και τέτοια. Βέβαια ο σωρός ήταν από τη θεσσαλονικιά σοδειά του 90κάτι και συνοδευόταν από αντίστοιχη άρθρωση, τραγούδισμα και άτιτχιουντ. Μαλωμένος καιρό με τα φωνήεντα, σε ένα υπερβατικό τρανς, στο μάτι-γυάλα να ανεβαίνει η στάθμη της γλαρόσουπας που με γερμένο κεφαλάκι χύνεται από τα αυτιά και αυτός σχεδόν να ψιθυρίζει μυστικά στο μικρόφωνο "Κάθαμα στιν άκρ(ε) τ'γιαλου(α)" και άλλα τέτοια.

Βέβαια αυτά εγώ δεν τα γνώριζα καλά. Θα ερχόταν όμως η στιγμή που θα τα μάθαινα.

Μια εβδομάδα θα 'λειπε ο κιθαρίστας τους. Έτσι, ένα απόγευμα που καθόμουν στην Αριστομένους σε μια ανυποψίαστη καρέκλα χτυπάει το υποψιασμένο μου κινητό.
Το νόημα ήταν θέλωβοήθειαμηχάσωτομεροκάματο["μη χάσω γενικά" συμπλήρωνα νοητικά]νασουδώσωμιαλίσταναταπαίξεις;
Γιατί όχι, άλλωστε ως πολεμιστής του φωτός έχω πάρει όρκο ιερό ότι θα είμαι έτοιμος για θάλασσες εμπειριών, φουσκωθαλασσιές βασάνων, τρικυμίες συγκινήσεων και θα ρουφάω το μεδούλι της ζωής χαϊδεύοντας ανάσκελα 2 γίδες κάθε ηλιοβασίλεμα μέχρι να βγουν τα πρώτα αστέρια και αρχίσω το μέτρημα.
Παίρνω τη λίστα και το μάτι μου πέφτει στο Dream On των Aerosmith.
Τον ρωτάω αν το λέει. Βεβαίως. Τον ξαναρωτάω γιατί προς στιγμήν αγχώθηκα. Επιβεβαίωσε την πρότερή του δήλωση με κούνημα του κεφαλιού και άλλη μια λεκτική κατάφαση. Σε περίπτωση που δεν είχα πειστεί, συνέχισε με επιχείρημα.
Ναι, αφού πήγα μια μέρα και σε ένα καραόκε, στο Μάιξ [νομίζω] και το 'χα ζητήσει, ανέβηκα και το είπα και μια σερβιτόρα μετά ήρθε και με ρωτούσε αν είμαι τραγουδιστής.
Οκ. Το αφήνω. Θα προσπαθήσω να το βγάλω για ακούστικ, μια κιθαρίτσα, στη χειρότερη μόνο αρμονίες. Όταν έρθεις Αριστομένους για πρόβα, το δοκιμάζουμε.

Μέρα πρόβας. Ένα μισάωρο πριν έρθει, μπρος-πίσω το εμπιθρή να βγάλω την εισαγωγή και τη δομή, το ψιλοετοιμάζω. Σκάει. Το 'βγαλες; Κάτσε να σου δείξω.
Δεν περνάει μισό λεπτό.
Δεν πάει έτσι.
Ο χρόνος γύρω μου σταμάτησε. Η ατμόσφαιρα σκοτείνιασε. Η πίστη μου στο Φως κλονίστηκε. Το Σκοτάδι με πλησίασε. Μια μικρή λάμψη κρύφτηκε πίσω από το κάθε μου μάτι και ο χρόνος ξαναξεκίνησε. Ήταν θέμα δευτερολέπτων να το παίξω συγκαταβατικός μετά την προσβολή που μου έκανε. Το σχέδιο ολοκληρώθηκε όταν τραγούδησε μαζί μου τον πρώτο στίχο.

Για μισό... Έχω ένα μικροφωνάκι για το πισί. (Αυτά τα μαύρα που είναι σα χοντρό καλαμάκι με πρησμένο κεφαλι.) Δεν σηκώνεσαι και όρθιος για να βγαίνει καλύτερα η φωνή και θα παίζω δυνατά να περνάει και ο ήχος από την κιθάρα, να ηχογραφήσουμε το πέρασμα ώστε να ακούσουμε μετά τα λάθη μας;

Ο Γιάννης δέχτηκε. Πήρε πόζα.
Έβαλε τη μια του παλάμη στην τσέπη του κοντοκάβαλου παντελονιού του, τέντωσε τον αγκώνα του ίδιου χεριού και το υπόλοιπο χέρι συνέχιζε μέχρι που χανόταν στο σκουρόχρωμο τίσερτ. Έκλεισε πάλι το γλωσσικό κέντρο του εγκεφάλου που ελέγχει τα φωνήεντα. Άνοιξε αυτό που ελέγχει το φίλινγκ (γλαρόσουπα, τρανς και τέτοια) και κράταγε με το δεύτερο χεράκι του το μικροφωνάκι. Αυτό το χεράκι είχε υποχρεωτικά αγκώνα λυγισμένο αλλά το απρόβλεπτο της υπόθεσης ήταν ο καρπός που είτε ξεκουραζόταν στο στήθος, είτε ανεξάρτητος από το υπόλοιπο χέρι απομακρυνόταν από αυτό, ενώ τα δάχτυλά του κράταγαν το χοντροκέφαλο μαυρο καλαμάκι κοντά στο στόμα του.

Μου χάρισε δυο ανεπανάληπτα τέιξ και για πρώτη φορά μετά από σχεδόν 8 χρόνια ανεβάζω το καλύτερο.




Φίλοι μου που το 'χουν ακούσει, με ρωτάνε τι μυστική μάντρα επαναλάμβανα ώστε να διατηρηθώ ψύχραιμος κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης. Πώς ήμουν τόσο κουλ και τέτοια. Δεν έχω απάντηση, παρά μόνο τη βιβλιογραφία του Κοέλιο.

Ο Νταλί μπήκε για να τρομάξει και η φωτό είναι κάτι κλωστές με τις οποίες έπαιζα τη νύχτα του Τέλους των Ημερών.

Μετά που το ακούγαμε, ο Γιάννης, φοιτητής νομικής τότε, ήταν ικανοποιημένος αν και βρήκε μερικά λαθάκια. Το σημείο του ρεφρέν/οκταβαπάνω, στο οποίο με προγράμματα ενίσχυσης ήχου κάποιος μπορεί να ακούσει μια μικρή διαβολική φωνούλα να τον προκαλεί "ανέβα! ανέβα!", δεν τον άφησα να το ακούσει όταν τελειώσαμε το τέικ. Τον διαβεβαίωσα ότι θα το διαγράψω. Αλλά η ώρα της εκδίκησής μου δεν είχε έρθει. Τώρα μπορώ να το διαγράψω.

Επίλογος:
Το λάιβ έγινε. Το αποτέλεσμα ήταν κάτι περισσότερο από καλτ. Επίσης το μαγαζί είχε τρεις και το γλόμπο μάνατζερ. Φούντωσε το κέφι στο μαγαζί όταν μπήκε μια παρέα με τρεις ράπερ της περιοχής: δυο αλβανοί που τα ονόματά τους ποτέ δεν έμαθα και μαζί τους ο Κώστας Μολτσίδης, ο τύπος που έφυγε δεύτερος από το πρώτο Fame Story κι είχε τραγουδήσει το Να Μ Αγαπάς και το Θέλω να γυρίσω στα παλιά του Μαζώ τη δεύτερη βδομάδα και πολύ στενοχωρηθήκαμε που έφυγε - και μη ρωτήσει κανείς πώς έχω τόσες πληροφορίες. Κατέληξε η φάση ο Γιαννάκης να κάνει βουτιά στο κοινό από το στέιτζ, εγώ να συνοδεύω ένα αλβανικό παραδοσιακό που δεν γνώριζα, να κρατάω ένα ρυθμικό οτινάναι για να ραπάρει στα αλβανικά ο ένας, να παίζω το Να Μ' Αγαπάς για να το πει ο άλλος (έλληνας ράπερ) και τέλος να προσπαθώ να του συνοδεύσω το "Δεν Πιστεύω" της Ελένης Δήμου που το 'χει κάνει τότε διασκευή και είχε κυκλοφορήσει σε σινγκλ. Επειδή θα καείτε να το ψάξετε, σας προλαβαίνω, το ακούτε εδώ.




[Edit: 19/7/2011 - Δυο μέρες μετά την παρούσα ανάρτηση, στη διάρκεια μιας βόλτας στα ουζερί του Βόλου, τα αυτιά μου πήραν το παραπάνω άσμα και πολύ χάρηκα. Τελικά είμαστε καταπληκτικά ζώα, προγραμματισμένα να χαιρόμαστε με αυτά που αναγνωρίζουμε.]


Και να φανταστείς τότε δεν έπινα κιόλας.
Η βραδιά όμως είχε καταλυτική επίδραση πρός αυτή την κατεύθυνση.

ΥΓ. Οκ και η κιθάρα στο Ντριμ Ον είναι αστεία. Ειδικά σε κάτι συγχορδίες που βάραγα, ήταν ένας τρόπος να απελευθερώνω το τσι από τα τρομαγμένα μου τσάκρα. Θυμίζουν πηδηχτό Ρόδου. Ξέρω 'γω; Εγώ μου τη χαρίζω, ήμουν μικρός τότε. Άλλωστε η αξία του κλιπ είναι άλλη.

Tuesday 12 July 2011

7 σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις


24 Ιουνίου 2011. Βράδυ στη Σκουληκαριά Άρτας, τσίπουρα στο καφενείο.

Αμείλικτοι οι ντόπιοι σε προκαλούν να ρωτήσεις τον Σπύρο να σου πει "την ιστορία με τα βρακιά και αυτή με τη μαϊμού" από τότε που ήταν στα καράβια. Επειδή θέλουν να τις ξανακούσουν κι αυτοί παρόλο που τις ξέρουν απ' έξω. Ο Σπύρος είχε ρέντα και μας τις είπε. Τα ντοκουμέντα μιλάνε μόνα τους.

Αυτό είναι λοιπόν το σάγκα του Τζακ Σπύροου, η τριλογία του Πάιρετς οφ δε Καραϊσκάκειαν (για να μην ξεχνάμε το όνομα του Δήμου που ανήκει το χωριό).

I. Η ιστορία με τα βρακιά.
Τι γίνεται όταν σου τελειώσουν τα βρακιά, δεν ξέρεις ιταλικά και πιάνεις Ιταλία;


ΙΙ. Η ιστορία με τη μαϊμού.
Τι γίνεται όταν αφήνεις μια μαϊμού μόνη;


ΙΙΙ. Η ιστορία με το γουρούνι.
Ο τετράποδος φίλος.

IV. ...And another thing!
"και νόμιζα πως ήμουν στο χωριό!"


χάιλαϊτ του 4, το σχόλιο του μαγαζάτορα για την κιβωτό. 


Καλά να τον ξανανταμώσουμε το Σπύρο, να 'ναι καλά όπου βρίσκεται. Περάσαμε θαυμάσια.

Monday 11 July 2011

Γιατί ρε μαλάκα, δοκίμασες ποτέ;

Αφοπλιστική η απάντηση του Ν. στη διάρκεια μιας συζήτησης όπου του 'λεγα ότι δεν μπορώ να γράψω.


Ε, ο χώρος αυτός δεν περιέχει σοβαρό γράψιμο που δεν ξέρω πώς γίνεται, αλλά ιδέες, χαλάσματα και λοιπά μπάζα που συνήθως κατέληγαν σε τετραδιάκια. Πεπεισμένος ότι δεν μπορώ να γράψω, σπάνια ξανακοίταγα αυτά τα διαόλια.

Ο στόχος ετουτοδωνά χώρου είναι να με αναγκάσει να βλέπω παλιές και νέες ιδέες, ημερολογιακές καταχωρίσεις, μουτζούρες, χαζέματα και χαχανίσματα. Μαζί με μένα και ο υποψήφιος επισκέπτης/αναγνώστης είναι ευπρόσδεκτος να σχολιάσει αν δεν βαριέται. Και ανώνυμα. Ίσως κάποια στιγμή βρει κάτι το δρόμο του για μια μορφή ίσως και όχι.
Μπορεί και να καταλήξει συλλογή από μουλτιμύδια μεμοραμπίλια.
Θα δείξει.


Τίτλοι καταχώρησης που απορρίφθηκαν: "Κάθε αρχή και δύσκολη", "Δώσε κλώτσο να γυρίσει παραμύθι να αρχινίσει", "Ήταν ένας Άγγλος, ένας Γερμανός κι ένας Έλληνας", "Αρχή διαλόγου κάναμε", "Αρχίζει το ματς" και "Αρχίσαμεεεε".





Γραμματοσειρές, χρώματα και αηδίες θα τα πειράξω άλλη στιγμή.